Η λέξη "hincar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή (IPA): [inˈkaɾ]
"hincar" μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως: - Στηρίζομαι - Στηλώ - Βυθίζω
Η λέξη "hincar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανών κυρίως για να περιγράψει την πράξη της στήριξης ή της βύθισης, συνήθως αντικειμένων στο έδαφος ή σε μια επιφάνεια. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο συχνή σε τεχνικά ή συγκεκριμένα συμφραζόμενα.
Ο ξυλουργός θα στηλώσει τα παλούκια στο έδαφος.
Es importante hincar bien la tienda para que no se vuele con el viento.
Η λέξη "hincar" δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλής σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε φράσεις που αναφέρονται σε δράσεις ή διαδικασίες που περιλαμβάνουν στήριξη ή εγκατάσταση.
Οταν ο στρατιώτης hinca la rodilla, δείχνει σεβασμό στον αρχηγό του.
Hincar un clavo.
Η λέξη "hincar" προέρχεται από το λατινικό "fincare", το οποίο σημαίνει «να στηρίξω» ή «να φτιάξω». Στα Ισπανικά, η λέξη χρησιμοποιείται με αρκετές παραλλαγές στις διαλέκτους, ειδικά στην Καραϊβική.
Συνώνυμα: - Establecer (καθιερώσω) - Afirmar (επιβεβαιώσω)
Αντώνυμα: - Deslizar (γλιστρώ) - Levantar (σηκώσω)
Αυτές οι πληροφορίες θα σας βοηθήσουν να κατανοήσετε καλύτερα τη λέξη "hincar" στο σύνολό της μέσα στην Ισπανική γλώσσα.