Η λέξη "hincha" είναι ουσιαστικό.
/ˈintʃa/
Η λέξη "hincha" χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν οπαδό ή υποστηρικτή αθλητικής ομάδας, κυρίως στο ποδόσφαιρο. Είναι κοινή σε διάφορες ισπανόφωνες χώρες και αναφέρεται σε άτομα που δείχνουν έντονα συναισθήματα και αφοσίωση προς την ομάδα τους. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο και είναι πιο διαδεδομένη σε καθημερινές συνομιλίες.
El hincha de nuestro equipo siempre grita en los partidos.
(Ο οπαδός της ομάδας μας φωνάζει πάντα στους αγώνες.)
Los hinchas se reunieron para celebrar la victoria.
(Οι οπαδοί συγκεντρώθηκαν για να γιορτάσουν τη νίκη.)
Cada hincha tiene una historia única sobre su amor por el fútbol.
(Κάθε οπαδός έχει μια μοναδική ιστορία για την αγάπη του στο ποδόσφαιρο.)
Hincha a muerte
(Ένας απίστευτα αφοσιωμένος οπαδός)
«Ese hincha a muerte no se perdió ni un solo partido de la temporada.»
(Αυτός ο απίστευτα αφοσιωμένος οπαδός δεν έχασε κανέναν αγώνα της σεζόν.)
Hincha del barrio
(Οπαδός της γειτονιάς)
«Siempre apoyamos al hincha del barrio en cualquier partido.»
(Πάντα υποστηρίζουμε τους οπαδούς της γειτονιάς σε κάθε αγώνα.)
Ser hincha de alguien
(Να είσαι οπαδός κάποιου)
«Es un honor ser hincha de este gran jugador.»
(Είναι τιμή να είμαι οπαδός αυτού του σπουδαίου παίκτη.)
Η λέξη "hincha" προέρχεται από το ρήμα "hinchar", που σημαίνει "να φουσκώσεις" ή "να μεγαλώσεις". Η σύνδεση με την αθλητική υποστήριξη προέρχεται από την idea του «φουσκώματος» του πάθους και της υποστήριξης προς την ομάδα.
Συνώνυμα:
- aficionado (φίλος της ομάδας)
- seguidor (υποστηρικτής)
Αντώνυμα:
- enemigo (εχθρός)
- indiferente (αδιάφορος)