Hipo είναι ουσιαστικό.
/fipo/
Η λέξη hipo αναφέρεται στο αυτόματο και συνήθως επαναλαμβανόμενο συσπάσιμο του διαφράγματος που οδηγεί σε έναν χαρακτηριστικό ήχο. Αυτή η κατάσταση μπορεί να προκληθεί από διάφορους παράγοντες, όπως γρήγορο φαγητό, αλλαγές θερμοκρασίας ή συναισθηματικό στρες. Στην ισπανική γλώσσα, η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή, και χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή ομιλία.
Έχω υπογούστριο μετά από το να φάω τόσο γρήγορα.
El hipo puede ser incómodo, pero generalmente no es grave.
Η λέξη hipo δεν χρησιμοποιείται συχνά σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να επηρεάσει τρόπους που περιγράφουμε μια κατάσταση. Ακολουθούν ορισμένες προτάσεις:
Μην ανησυχείς, το υπογούστριο θα περάσει σύντομα.
Siempre que tengo hipo, trato de beber agua.
Κάθε φορά που έχω υπογούστριο, προσπαθώ να πιω νερό.
A veces el hipo es tan persistente que parece un juego.
Η λέξη hipo έχει τις ρίζες της στην λατινική λέξη hypo που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον ήχο που συνοδεύει το χασμουρητό.
Συνώνυμα: - Hipo (σε διαφορετικά συμφραζόμενα για τον ίδιο ήχο) - Χασμωδία (σπανιότερα, αλλά κατανοητό)
Αντώνυμα: - Χωρίς hipo (όρος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δείξει την απουσία υπογουστρίου)
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν τη λέξη hipo και τη χρήση της στην ισπανική γλώσσα.