Hirsuto είναι επίθετο.
/hirˈsuto/
Η λέξη "hirsuto" χρησιμοποιείται για να περιγράψει οτιδήποτε που έχει ή είναι καλυμμένο με τρίχες ή φούντες. Στη ιατρική, μπορεί να αναφέρεται σε μια πάθηση που οδηγεί σε υπερβολική τριχοφυΐα.
Η λέξη είναι σχετικά συχνή στη γραπτή και προφορική γλώσσα, κυρίως σε ιατρικά ή βιολογικά συμφραζόμενα.
Ο ασθενής παρουσιάζει τριχωτό βελόνι στη πλάτη.
Es normal tener la piel un poco hirsuta después de ciertos tratamientos.
Είναι φυσιολογικό να έχει η επιδερμίδα λίγο τριχώδης μετά από ορισμένες θεραπείες.
Algunas plantas tienen hojas hirsutas que ayudan a retener la humedad.
Είναι σπανιότερο να συναντήσουμε την λέξη "hirsuto" σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιφράσεις που σχετίζονται με τριχωτούς και φουντωτούς χαρακτήρες ή αντικείμενα:
Μην ανησυχείς, όλοι έχουμε τριχωτούς στιγμές στη ζωή μας.
Su barba hirsuta le da un aspecto muy rústico.
Η τριχωτή του γενειάδα του δίνει μια πολύ ρουστίκ εμφάνιση.
Las plantas hirsutas son más resistentes a las sequías.
Η λέξη "hirsuto" προέρχεται από το λατινικό "hirsutus," που σημαίνει "τρυφερός" ή "τραχύς", και σχετίζεται με την έννοια της τριχοφυΐας.
Συνώνυμα: - Peludo (φουντωτός) - Lanudo (μαλλιαρός)
Αντώνυμα: - Desnudo (γυμνός) - Lisio (λεία)