Η λέξη "historia" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή: [isˈtoɾja]
Η λέξη "historia" αναφέρεται σε μια σειρά γεγονότων που συνέβησαν σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, ή τη μελέτη και την καταγραφή αυτών των γεγονότων. Χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή γλώσσα, στην εκπαίδευση και στις επιστήμες. Η χρήση της είναι πολύ συχνή και μπορεί να εμφανιστεί σε προφορικό και γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε εκπαιδευτικά, ιστορικά και λαογραφικά κείμενα.
Η λέξη συχνά χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στην ιστορία ενός συγκεκριμένου θέματος (π.χ., "historia del arte" - ιστορία της τέχνης) ή σαν γενική έννοια.
Η ιστορία της ανθρωπότητας είναι συναρπαστική.
Estoy estudiando la historia de España.
Μελετώ την ιστορία της Ισπανίας.
Los libros de historia son importantes para entender el pasado.
Η λέξη "historia" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Δεν είναι καμία ιστορία. (σημαίνει ότι κάτι δεν είναι αληθινό ή είναι ψεύτικο)
Cada quien tiene su propia historia.
Ο καθένας έχει τη δική του ιστορία. (σημαίνει ότι όλοι έχουν τη δική τους εμπειρία)
Meterse en la historia.
Να μπλέκεις σε μια ιστορία. (σημαίνει να εμπλέκεσαι σε ένα πρόβλημα ή σε μια κατάσταση)
Es una historia de todos los días.
Είναι μια ιστορία της καθημερινότητας. (σημαίνει κάτι το συνηθισμένο ή το κοινό)
Contar la historia de alguien.
Η λέξη "historia" προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό "ἱστορία" (historía), που σημαίνει "έρευνα" ή "γνωριμία", και έχει περάσει μέσω του λατινικού "historia".
Συνώνυμα: - Narrativa (αφήγηση) - Relato (διήγημα)
Αντώνυμα: - Olvido (λήθη) - Ignorancia (άγνοια)