Η λέξη "historiador" είναι ουσιαστικό.
[is.tɔ.ɾjaˈðoɾ]
Η λέξη "historiador" αναφέρεται σε άτομο που μελετά, καταγράφει και αναλύει την ιστορία. Οι ιστορικοί ερευνούν γεγονότα και καταστάσεις από το παρελθόν και προσπαθούν να κατανοήσουν τις κοινωνίες, τις κουλτούρες, και τα συμβάντα που τις επηρεάζουν. Η χρήση της λέξης είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως σε ακαδημαϊκά και εκπαιδευτικά περιβάλλοντα.
El historiador escribió un libro sobre la historia antigua de Grecia.
(Ο ιστορικός έγραψε ένα βιβλίο για την αρχαία ιστορία της Ελλάδας.)
Muchas personas confían en el historiador para entender los eventos del pasado.
(Πολλοί άνθρωποι εμπιστεύονται τον ιστορικό για να κατανοήσουν τα γεγονότα του παρελθόντος.)
Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη "historiador" χρησιμοποιείται σε λίγες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως περιγραφικές. Ωστόσο, μπορεί να προσαρμοστεί σε κάποιες κοινές φράσεις:
Un historiador de la vida contemporánea puede ofrecer perspectivas valiosas.
(Ένας ιστορικός της σύγχρονης ζωής μπορεί να προσφέρει πολύτιμες προοπτικές.)
Hay un historiador que dice que la historia se repite.
(Υπάρχει ένας ιστορικός που λέει ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται.)
Cada historiador tiene su propia interpretación de los hechos.
(Κάθε ιστορικός έχει τη δική του ερμηνεία των γεγονότων.)
Η λέξη "historiador" προέρχεται από το ελληνικό "ἱστορία" (historia), που σημαίνει "έρευνα" ή "γνωστή γνώση", σε συνδυασμό με την ισπανική κατάληξη "-dor", που δηλώνει τον παράγοντα που εκτελεί μια ενέργεια.
Συνώνυμα:
- Cronista (χρονικογράφος)
- Investigador histórico (ιστορικός ερευνητής)
Αντώνυμα:
- Ignorante (άγνοια)
- Desconocedor (αγνώστων)