Η λέξη "hoja" είναι ουσιαστικό.
/ˈo.xa/
Στα Ισπανικά, "hoja" σημαίνει κυρίως "φύλλο" και αναφέρεται σε δύο βασικούς τομείς: 1. Φυσική / Βοτανική: Αφορά το φύλλο του φυτού, το μέρος που γίνεται η φωτοσύνθεση. 2. Γραφικά / Διοικητικά: Μπορεί επίσης να αναφέρεται σε μια σελίδα εγγράφου ή τεκμηρίου.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε καθημερινές καταστάσεις, όπως όταν μιλάμε για τη φύση ή αναφερόμαστε σε έγγραφα. Είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο.
"La hoja del árbol es verde."
"Το φύλλο του δέντρου είναι πράσινο."
"Necesito una hoja de papel para anotar."
"Χρειάζομαι ένα φύλλο χαρτί για να σημειώσω."
Η λέξη "hoja" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
"Dejar a alguien en la hoja."
"Να αφήσεις κάποιον μετεξεταστέο." (Σημαίνει να απορρίψεις κάποιον ή κάτι.)
"Hoja de vida."
"Βιογραφικό σημείωμα." (Σημαίνει το έγγραφο που περιλαμβάνει τις επαγγελματικές πληροφορίες κάποιου.)
"Hoja de ruta."
"Χάρτης διαδρομής." (Σημαίνει σχέδιο ή οδηγίες για μια διαδικασία.)
"Pasar página, hoja."
"Να γυρίσεις σελίδα." (Σημαίνει να προχωρήσεις προχωρώντας μπροστά, αφήνοντας κάτι πίσω.)
Η λέξη "hoja" προέρχεται από το Λατινικό "folia", που σημαίνει φύλλο.
Συνώνυμα: - "fias" (φύλλο, βλάστηση) - "papel" (χαρτί)
Αντώνυμα: - "tronco" (κορμός, τμήμα του δέντρου χωρίς φύλλα) - "raíz" (ρίζα, τμήμα του φυτού που δεν είναι φύλλο)