Η λέξη "hojalata" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "hojalata" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου είναι /oxaˈlata/.
Η λέξη "hojalata" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "λαμαρίνα" ή "μεταλλικό φύλλο".
Η λέξη "hojalata" αναφέρεται σε ένα λεπτό μεταλλικό φύλλο ή λαμαρίνα, συχνά κατασκευασμένο από σίδηρο ή χάλυβα, που χρησιμοποιείται σε κατασκευές και διάφορες εφαρμογές, όπως η κατασκευή σπιτιών και η βιομηχανία. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικά και βιομηχανικά περιβάλλοντα. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή σε γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται στο προφορικό λόγο, ειδικά σε βιομηχανικά ή κατασκευαστικά συμφραζόμενα.
La hojalata se utiliza en la construcción de techos.
(Η λαμαρίνα χρησιμοποιείται στην κατασκευή οροφών.)
El artesano trabaja con hojalata para crear figuras decorativas.
(Ο τεχνίτης δουλεύει με λαμαρίνα για να δημιουργήσει διακοσμητικές φιγούρες.)
Necesito comprar hojalata para reparar la valla del jardín.
(Χρειάζομαι να αγοράσω λαμαρίνα για να επισκευάσω τον φράκτη του κήπου.)
Η λέξη "hojalata" μπορεί να βρίσκεται σε λίγες ειδικές εκφράσεις, που συνήθως σχετίζονται με τη μεταλλική κατασκευή:
"Hacer hojalata" - Σημαίνει "να φτιάχνω λαμαρίνα" ή "να κατασκευάζω".
Necesitamos hacer hojalata para el nuevo proyecto.
(Πρέπει να φτιάξουμε λαμαρίνα για το νέο έργο.)
"Cortar hojalata" - Ορίζει την πράξη του κόψιμου της λαμαρίνας.
El obrero tiene que cortar hojalata para las paredes.
(Ο εργάτης χρειάζεται να κόψει λαμαρίνα για τους τοίχους.)
"Cubrir con hojalata" - Σημαίνει "να καλύψω με λαμαρίνα".
Es recomendable cubrir el techo con hojalata para protegerlo de la lluvia.
(Είναι προτεινόμενο να καλύψετε την οροφή με λαμαρίνα για να την προστατέψετε από τη βροχή.)
Η λέξη "hojalata" προέρχεται από το ισπανικό "hoja" που σημαίνει "φύλλο". Ο όρος αναφέρεται σε ένα λεπτό φύλλο μετάλλου, από όπου δηλώνεται και η κατασκευή του.
Η "hojalata" είναι μια σημαντική λέξη στον τομέα της κατασκευής και της βιομηχανίας, χρησιμοποιούμενη ευρέως σε διάφορες εφαρμογές.