Η λέξη "hojear" αναφέρεται στη διαδικασία του να ξεφυλλίζεις ή να περιηγείσαι μέσω βιβλίων, περιοδικών ή άλλων εντύπων, χωρίς να διαβάζεις προσεκτικά το περιεχόμενο. Χρησιμοποιείται συχνά για περιγραφές μη συστηματικής ανάγνωσης και έχει μια πιο οπτική διάσταση. Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και είναι λίγο πιο συνηθισμένη στον προφορικό λόγο παρά στο γραπτό, καθώς οι άνθρωποι τείνουν να αναφέρουν την πράξη του ξεφυλλίσματος όταν μιλούν για την αναζήτηση πληροφοριών.
Θέλω να ξεφυλλίσω αυτό το περιοδικό πριν το αγοράσω.
Mientras esperaba, empecé a hojear el libro que tenía en mis manos.
Η λέξη "hojear" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά εδώ είναι μερικές προτάσεις που δείχνουν τη διαδεδομένη χρήση της.
Να ξεφυλλίζεις ένα άλμπουμ φωτογραφιών είναι να θυμάσαι καλές στιγμές.
Al hojear la enciclopedia, encontré información interesante.
Ξεφυλλίζοντας την εγκυκλοπαίδεια, βρήκα ενδιαφέρουσες πληροφορίες.
A veces, me gusta hojear libros de historia sin un propósito específico.
Η λέξη "hojear" προέρχεται από τη λέξη "hoja", που σημαίνει "φύλλο" ή "σελίδα", συνδεδεμένη με τη διαδικασία του να κάνεις κίνηση που παρομοιάζει με το να αλλάζεις φύλλα.
hojeadas (ξεφύλλισμα), revisar (να επανεξετάσει), escudriñar (να ερευνήσει).
Αντώνυμα: