Hollar είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφαβητό: /oˈlaɾ/
Η λέξη hollar σημαίνει "φωνάζω" ή "κραυγάζω" στα Ισπανικά. Χρησιμοποιείται συχνά για να εκφράσει την πράξη του να φωνάζεις ή να κάνεις ήχο δυνατά για να προσελκύσεις την προσοχή κάποιου ή να επικοινωνήσεις από απόσταση. Είναι μια ενέργεια που μπορεί να συμβεί στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να βρεθεί και σε γραπτό κείμενο. Χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο.
Φώναξε στους φίλους σου να έρθουν!
Cuando estoy en el campo, me gusta hollar para llamar a los animales.
Όταν είμαι στο χωράφι, μου αρέσει να φωνάζω για να καλέσω τα ζώα.
Si necesitas ayuda, solo holla.
Επειδή ήταν στα νεύρα του, hollar a gritos no era suficiente. (Επειδή ήταν στα νεύρα του, το να φωνάζει δυνατά δεν ήταν αρκετό.)
No hay que hollar para que te escuchen.
A veces, no hay que hollar para que te escuchen, solo hay que ser claro. (Μερικές φορές, δεν χρειάζεται να φωνάξεις για να σε ακούσουν, απλώς πρέπει να είσαι σαφής.)
Hollar al viento.
A veces siento que estoy hollando al viento con mis preocupaciones. (Μερικές φορές νιώθω ότι φωνάζω στον άνεμο με τις ανησυχίες μου.)
Hollar por ayuda.
Η λέξη hollar προέρχεται από την λατινική λέξη "hula", που σχετίζεται με ήχους και φωνές. Η χρήση της έχει εξελιχθεί με την πάροδο του χρόνου, εστιάζοντας κυρίως στην έκφραση δυνατών ήχων ή κραυγών.
Συνώνυμα: - Gritar (φωνάζω) - Clamar (κραυγάζω)
Αντώνυμα: - Susurrar (ψιθυρίζω) - Murmurar (μουρμουρίζω)