Η λέξη "hombre" είναι ουσιαστικό.
/homˈbɾe/
Η λέξη "hombre" σημαίνει "άνδρας" ή "άνθρωπος" και χρησιμοποιείται ευρέως στη ισπανική γλώσσα. Συχνά αναφέρεται σε έναν ενήλικα άνδρα, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί με μια πιο γενική έννοια για να αναφερθεί σε ανθρώπους. Η χρήση της είναι συχνότερη στον προφορικό λόγο, αλλά είναι επίσης κοινή σε γραπτά κείμενα. Η λέξη "hombre" εμφανίζεται συχνά σε καθημερινές συνομιλίες και στην λογοτεχνία.
Ο άνδρας εργάζεται στο γραφείο.
Hay muchos hombres en el evento.
Υπάρχουν πολλοί άνδρες στην εκδήλωση.
Ese hombre es muy amable.
Η λέξη "hombre" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Άνδρας της τιμής. (Αναφέρεται σε κάποιον ο οποίος τηρεί τις υποσχέσεις του.)
Hombre de negocios.
Άνδρας των επιχειρήσεων. (Αναφέρεται σε κάποιον που ασχολείται επαγγελματικά με τις επιχειρήσεις.)
Hombre del momento.
Άνδρας της στιγμής. (Αναφορά σε κάποιον δημοφιλή ή trendy.)
Hombre a la altura.
Άνδρας στο ύψος των περιστάσεων. (Αναφέρεται σε κάποιον ικανό για να αντιμετωπίσει δύσκολες καταστάσεις.)
Hombre de familia.
Άνδρας της οικογένειας. (Αναφέρεται σε κάποιον που είναι ενωμένος με την οικογένειά του και τηρεί τις αξίες της.)
Hombre es hombre.
Η λέξη "hombre" προέρχεται από τη λατινική λέξη "hominem", που είναι η ονειδιστική μορφή του "homo" (άνθρωπος).
Συνώνυμα: - Varón (άνδρας) - Caballero (ιππότης, κύριος)
Αντώνυμα: - Mujer (γυναίκα) - Dama (κυρία)