Ρήμα
/homo.loˈɣaɾ/
Η λέξη "homologar" σημαίνει να αναγνωρίσει ή να επιβεβαιώσει την ομοιότητα ή την κανονικότητα μιας κατάστασης ή ενός εγγράφου. Στον νομικό τομέα, συχνά χρησιμοποιείται για να αναφέρεται στην επικύρωση ή την έγκριση εγγράφων, διαδικασιών και κανονισμών. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά τόσο σε γραπτά όσο και σε προφορικά πλαίσια, αν και μπορεί να εμφανίζεται πιο συχνά σε επίσημες νομικές ή διοικητικές διαδικασίες.
"Είναι απαραίτητο να επικυρώσουμε τη σύμβαση πριν την υπογραφή της."
"La empresa debe homologar sus productos para poder venderlos."
"Η εταιρεία πρέπει να επικυρώσει τα προϊόντα της για να μπορέσει να τα πουλήσει."
"Para viajar a ese país, tienes que homologar tu licencia de conducir."
Η λέξη "homologar" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με διάφορους τρόπους στην νομική τέχνη. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στη διαδικασία επικύρωσης μιας συμφωνίας από τις αρμόδιες αρχές.
"Procedimiento para homologar"
Αναφέρεται στη σειρά βημάτων που πρέπει να ακολουθηθούν για την επικύρωση μιας διαδικασίας ή ορίου.
"Homologar títulos académicos"
Σημαίνει να αναγνωριστούν ή να επιβεβαιωθούν οι ακαδημαϊκοί τίτλοι σε άλλη χώρα ή φορέα.
"Homologar certificados"
Η λέξη "homologar" προέρχεται από το ελληνικό "ὁμόλογος" (homologos), που σημαίνει "ομολογημένος" ή "ομοιόμορφος", σε συνδυασμό με το ιταλικό "-are" που σημαίνει "κάνω". Έτσι, η έννοια της επικύρωσης ή αναγνώρισης προέρχεται από την ιδέα της ομοιομορφίας.
Συνώνυμα: - Validar (να επικυρώσει) - Confirmar (να επιβεβαιώσει) - Acreditar (να πιστοποιήσει)
Αντώνυμα: - Anular (να ακυρώσει) - Desestimar (να απορρίψει) - Invalidar (να ακολουθήσει ακυρωτική διαδικασία)