honor - ουσιαστικό
/ˈonor/
Η λέξη «honor» στα Ισπανικά σημαίνει την ηθική αξία που έχει ένα άτομο, η αναγνώριση και ο σεβασμός που του αποδίδεται. Χρησιμοποιείται συχνά σε κοινωνικά και πολιτιστικά πλαίσια και εκφράζει έννοιες που σχετίζονται με την ακεραιότητα, τον σεβασμό και την εκτίμηση. Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγιο.
El honor es fundamental en nuestra cultura.
Η τιμή είναι θεμελιώδης στην κουλτούρα μας.
Siempre actúo con honor y lealtad.
Πάντα δρω με τιμή και πίστη.
Η λέξη «honor» χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:
Hacer honor a la verdad
Να τιμήσουμε την αλήθεια
Χρησιμοποιείται για να αναφέρεται στην ανάγκη να αναγνωρίζουμε και να αποδεχόμαστε την αλήθεια, ανεξαρτήτως συνεπειών.
Honor entre caballeros
Τιμή ανάμεσα σε κυρίους
Αυτή η φράση χρησιμοποιείται για να υποδείξει τις υποχρεώσεις και τους κανόνες που πρέπει να τηρούν οι άνδρες μεταξύ τους, κυρίως σε θέματα εμπιστοσύνης.
Honor a quien honor merece
Τιμή σε εκείνον που αξίζει την τιμή
Αυτή η φράση χρησιμοποιείται για να επαινέσει εκείνους που έχουν προσφέρει σημαντική συμβολή ή αξιοπρέπεια.
Perder el honor
Να χάσεις την τιμή σου
Αυτή η έκφραση αναφέρεται στην απώλεια της αξιοπρέπειας ή του σεβασμού.
Aguantar el honor
Να κρατήσεις την τιμή
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ανάγκη να διατηρήσεις την αξιοπρέπεια σε δύσκολες καταστάσεις.
Η λέξη «honor» προέρχεται από τη λατινική λέξη «honorem» που σημαίνει «τιμή» ή «σεβασμός». Η έννοια της λέξης έχει παραμείνει σταθερή μέσα στην ιστορία, συνδεδεμένη με την ηθική και κοινωνική συμπεριφορά.
Συνώνυμα: - dignidad (αξιοπρέπεια) - respeto (σεβασμός) - reputación (φήμη)
Αντώνυμα: - deshonor (ατιμία) - desprecio (αηδία) - desdén (περιφρόνηση)