Το "honorario" είναι ουσιαστικό.
/honoˈɾaɾjo/
Η λέξη "honorario" χρησιμοποιείται για να αναφέρεται στην αμοιβή ή την πληρωμή που λαμβάνει ένα άτομο για την παροχή υπηρεσιών, συνήθως επαγγελματικών. Χρησιμοποιείται συχνά στους τομείς του δικαίου, της ιατρικής και άλλων επαγγελματικών υπηρεσιών. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, κυρίως σε γραπτά κείμενα (όπως συμβάσεις και νομικά έγγραφα), αλλά και στον προφορικό λόγο όταν γίνεται αναφορά σε αμοιβές.
Ο δικηγόρος μου χρέωσε πολύ υψηλή αμοιβή για τις υπηρεσίες του.
El médico estableció su honorario en doscientos euros por consulta.
Ο γιατρός καθόρισε την αμοιβή του στα διακόσια ευρώ ανά επίσκεψη.
Los honorarios de los consultores suelen variar según su experiencia.
Η λέξη "honorario" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να βρεθούν κάποιες συνδέσεις με το συμφραζόμενο των επαγγελματικών σχέσεων.
Αμοιβές για επαγγελματικές υπηρεσίες.
Negociar el honorario.
Διαπραγματεύομαι την αμοιβή.
Recibir un honorario justo.
Η λέξη "honorario" προέρχεται από το λατινικό "honorarium", που σημαίνει "πληρωμή για υπηρεσία". Η ρίζα "honor-" σχετίζεται με την έννοια της τιμής και της αξιοπρέπειας.
Συνώνυμα: - Aportación - Remuneración - Pago
Αντώνυμα: - Multa (πρόστιμο) - Deuda (χρέος)