Η λέξη "honrado" είναι επίθετο.
/on'sɾaðo/
Η λέξη "honrado" αναφέρεται σε κάποιον που είναι έντιμος, τίμιος ή ηθικός. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα που δρουν με ακεραιότητα και δεν επιδίδονται σε ανέντιμες ή απατεωνίστικες συμπεριφορές. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ωστόσο μπορεί να έχει μεγαλύτερη συχνότητα σε επίσημες ή νομικές συζητήσεις λόγω της ηθικής διάστασης που φέρει.
Αυτός είναι ένας τίμιος άντρας και πάντα λέει την αλήθεια.
La sociedad necesita más personas honradas para prosperar.
Η λέξη "honrado" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Να είσαι τίμιος σαν ιππότης.
Hacer las cosas de manera honrada.
Να κάνεις τα πράγματα με τίμιο τρόπο.
Vivir de manera honrada es el mejor legado.
Να ζεις με τίμιο τρόπο είναι η καλύτερη κληρονομιά.
Honrado en palabra y obra.
Έντιμος στον λόγο και στην πράξη.
No hay nada más honrado que reconocer tus errores.
Η λέξη "honrado" προέρχεται από το λατινικό "honoratus", που σημαίνει "τιμημένος" ή "σεβαστός", και σχετίζεται με τη έννοια της τιμής και της ηθικής αξίας.
Συνώνυμα: - íntegro (ακεραίος) - decente (έντιμος) - justo (δίκαιος)
Αντώνυμα: - deshonrado (ανέντιμος) - corrupto (διεφθαρμένος) - inmoral (ανήθικος)