Η λέξη "hora" είναι ουσιαστικό (substantivo).
Фωνητική μεταγραφή χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /ˈoɾa/
Η λέξη "hora" σημαίνει "ώρα" και χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια χρονική μονάδα που ισοδυναμεί με 60 λεπτά. Στα ισπανικά χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μια εξίσου ευρεία χρήση και στις δύο μορφές. Είναι μια συχνά χρησιμοποιούμενη λέξη, ειδικά στις καθημερινές συζητήσεις για να δηλώσει την ώρα, π.χ. για ραντεβού, προγράμματα και άλλες δραστηριότητες.
¿A qué hora empieza la película?
(Ποια ώρα αρχίζει η ταινία;)
Es la hora de cenar.
(Είναι ώρα για δείπνο.)
Mañana tengo una reunión a las diez de la mañana.
(Αύριο έχω μια συνάντηση στις δέκα το πρωί.)
Η λέξη "hora" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Παρακάτω είναι μερικές από αυτές μαζί με παραδείγματα:
Debemos estar preparados a la hora de la verdad.
(Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι στην ώρα της αλήθειας.)
Es hora de ponerse las pilas
(Είναι ώρα να σοβαρευτούμε)
Es hora de ponerse las pilas y terminar el trabajo.
(Είναι ώρα να σοβαρευτούμε και να τελειώσουμε τη δουλειά.)
No hay hora que se pierda
(Δεν υπάρχει ώρα που να χάνεται)
Η λέξη "hora" προέρχεται από τη λατινική λέξη "hora," που σήμαινε "ώρα" και έχει διατηρήσει τη σημασία της από την αρχαιότητα στον ίδιο αισθητικό και λειτουργικό πλαίσιο.
tiempo (χρόνος)
Αντώνυμα:
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "hora" στην ισπανική γλώσσα.