Η λέξη "horas" είναι ουσιαστικό, πληθυντικός αριθμός της λέξης "hora".
Φωνητική μεταγραφή της λέξης "horas": /ˈoɾas/
Η λέξη "horas" σημαίνει "ώρες" και χρησιμοποιείται στην Ισπανική γλώσσα για να αναφερθεί σε μονάδες μέτρησης του χρόνου. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, καθώς οι ώρες είναι βασική έννοια καθημερινής επικοινωνίας.
Necesito cinco horas para terminar el trabajo.
(Χρειάζομαι πέντε ώρες για να ολοκληρώσω τη δουλειά.)
Las clases comienzan a las ocho horas.
(Τα μαθήματα αρχίζουν στις οκτώ ώρες.)
En tres horas sabremos los resultados.
(Σε τρεις ώρες θα γνωρίζουμε τα αποτελέσματα.)
Στην Ισπανική γλώσσα, η λέξη "horas" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις.
Dar las horas.
(Δίνω τις ώρες.)
→ Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί κάποιος που ενημερώνει την ώρα.
Estar a horas.
(Να είμαι στις ώρες.)
→ Αναφέρεται στο να είσαι παρών ή συγκεντρωμένος σε μια συγκεκριμένη στιγμή.
Horas extras.
(Επιπλέον ώρες.)
→ Αναφέρεται σε ώρες που εργάζεσαι πέρα από τις κανονικές.
No hay horas suficientes en el día.
(Δεν υπάρχουν αρκετές ώρες στη μέρα.)
→ Χρησιμοποιείται για να εκφράσει το αίσθημα ότι κάποιος έχει πολλές υποχρεώσεις και όχι αρκετό χρόνο.
Η λέξη "hora" προέρχεται από το Λατινικό "hora", που σημαίνει "ώρα" και έχει τις ρίζες της στην Αρχαία Ελληνική λέξη "ὥρα" (hóra), η οποία χρησιμοποιούνταν για να αναφερθεί σε χρονικές περιόδους.