"Horchata" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/horˈt͡ʃata/
Η "horchata" αναφέρεται συνήθως σε ένα παραδοσιακό ποτό που προέρχεται κυρίως από το ρύζι αλλά μπορεί να παρασκευαστεί και με αμύγδαλα, κάνναβη ή άλλους σπόρους. Είναι δημοφιλές σε πολλές ισπανόφωνες χώρες και σε περιοχές της Ισπανίας, ιδιαίτερα στη Βαλένθια και το Μεξικό. Η χρήση της γίνεται συχνά σε κοινωνικά πλαίσια, σε γιορτές ή απλά ως δροσερό ποτό κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η "horchata" μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, ωστόσο κυρίως σε κοινωνικά και μη επίσημα περιβάλλοντα.
"Me gusta tomar horchata en los días de calor."
(Μου αρέσει να πίνω χορχάτα τις ζεστές μέρες.)
"La horchata de Valencia es famosa por su sabor único."
(Η χορχάτα της Βαλένθια είναι διάσημη για τη μοναδική της γεύση.)
"En la fiesta, sirven horchata con churros."
(Στη γιορτή, σερβίρουν χορχάτα με τσούρος.)
Η λέξη "horchata" δεν είναι απευθείας μέρος πολλών ιδιωματικών εκφράσεων όπως άλλες λέξεις, αλλά η παρουσία της στα πολιτιστικά context είναι σημαντική:
"Tomar horchata con amigos es la mejor manera de pasar el verano."
(Το να πίνεις χορχάτα με φίλους είναι ο καλύτερος τρόπος να περάσεις το καλοκαίρι.)
"Si vas a la playa, no olvides llevar horchata."
(Αν πας στην παραλία, μην ξεχάσεις να πάρεις χορχάτα.)
"Después de un día caluroso, un vaso de horchata es refrescante."
(Μετά από μια ζεστή μέρα, ένα ποτήρι χορχάτα είναι δροσιστικό.)
"La horchata es una tradición en muchas fiestas locales."
(Η χορχάτα είναι μια παράδοση σε πολλές τοπικές γιορτές.)
Η λέξη "horchata" προέρχεται από το λατινικό "hordeata", που σημαίνει "ποτό από κριθάρι". Η παραδοσιακή συνταγή εξελίχθηκε με την πάροδο του χρόνου και κυρίως στο Μεξικό συσχετίστηκε με το ρύζι και την αμυγδαλιά.