Η λέξη "horda" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/hɔrða/
Η λέξη "horda" αναφέρεται σε μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων ή ζώων που κινούνται μαζί. Στη χρήση της, μετα conveys μια αίσθηση χαώδους ή άγριας συμπεριφοράς, όπως μπορεί να συμβαίνει σε πλήθη ή αγέλες.
Η λέξη "horda" χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό και γραπτό λόγο, κυρίως σε κοσμικές ή κοινωνικές συζητήσεις. Οι περιγραφές που σχετίζονται με μεγάλες ομάδες συνδυάζονται συχνά με πολιτικές ή κοινωνικές αναφορές.
"La horda de turistas invadió la ciudad en verano."
(Η ορδή των τουριστών κατήφθηκε την πόλη το καλοκαίρι.)
"Una horda de animales salvajes se acercó al campamento."
(Μια ορδή άγριων ζώων πλησίασε το στρατόπεδο.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ανάγκη να διατηρήσεις την ατομικότητά σου σε μια ομάδα.
"La horda de seguidores no paraba de aplaudir."
(Η ορδή των θαυμαστών δεν σταμάτησε να χειροκροτεί.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια πολύ ενθουσιώδη ομάδα υποστηρικτών.
"Es difícil mantener la calma cuando la horda grita."
(Είναι δύσκολο να διατηρήσεις την ψυχραιμία όταν η ορδή φωνάζει.)
Αναφέρεται στην πρόκληση που αντιμετωπίζεις σε ένα χαοτικό περιβάλλον.
"Una horda de problemas me está persiguiendo."
(Μια ορδή προβλημάτων με καταδιώκει.)
Η λέξη "horda" προέρχεται από το λατινικό "horda". Σημαίνει αρχικά "ομάδα" ή "παρέα" και έχει διατηρήσει τη σημασία της στην Ισπανική γλώσσα.
Συνώνυμα: - "multitud" (πλήθος) - "grupo" (ομάδα) - "manada" (αγέλη)
Αντώνυμα: - "individual" (ατομικός) - "solitario" (μοναχικός) - "aislado" (απομονωμένος)