Το "horizontal" είναι επίθετο.
/oriˈzontal/
Η λέξη "horizontal" αναφέρεται σε κάτι που είναι παράλληλο με την επιφάνεια της γης ή σε επίπεδο, χωρίς να έχει κλίση. Χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικά και γεωμετρικά συμφραζόμενα, όπως σε σχέδια, κατασκευές και μαθηματικά. Η συχνότητά της είναι αρκετά υψηλή και χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό λόγο.
Η οριζόντια γραμμή υποδεικνύει τη θέση των αντικειμένων στο χώρο.
En arquitectura, las estructuras horizontales son fundamentales para la estabilidad.
Στη αρχιτεκτονική, οι οριζόντιες δομές είναι θεμελιώδεις για τη στατικότητα.
El gráfico muestra una tendencia horizontal en el mercado.
Η λέξη "horizontal" χρησιμοποιείται σε κάποιες επιρρηματικές εκφράσεις, αν και λιγότερο συχνά σε καθαρά ιδιωματικές. Ωστόσο, εδώ είναι μερικές προτάσεις που περιλαμβάνουν το "horizontal":
Η διατήρηση μιας οριζόντιας γραμμής στο σχέδιο είναι κρίσιμη.
Preferimos una distribución horizontal de los elementos en el plano.
Προτιμούμε μια οριζόντια διάταξη των στοιχείων στο σχέδιο.
Los edificios deben tener una base horizontal para asegurar su equilibrio.
Τα κτίρια πρέπει να έχουν μια οριζόντια βάση για να εξασφαλίσουν την ισορροπία τους.
Ella se tumbó en el suelo de forma horizontal para descansar.
Εκείνη ξάπλωσε στο έδαφος οριζόντια για να ξεκουραστεί.
Colocamos los paneles de manera horizontal para captar mejor la luz.
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "horizontalis", που σημαίνει "παράλληλος με την οριζόντια επιφάνεια".
Συνώνυμα: - plano - nivelado
Αντώνυμα: - vertical - inclinado