hormigo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

hormigo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "hormigo" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: /oɾˈmiɣo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Το "hormigo" αναφέρεται στο υλικό τσιμέντο, το οποίο χρησιμοποιείται ευρέως στη δόμηση και στις κατασκευές. Στη γλώσσα των Ισπανικά, αυτή η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά ή βιομηχανικά πλαίσια, καθώς και σε συνομιλίες γύρω από τη δομική μηχανική. Η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή, ιδίως σε ένα γραπτό και επαγγελματικό περιβάλλον, καθώς και σε κατασκευαστικούς τομείς.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El hormigo es un material fundamental en la construcción.
    (Το τσιμέντο είναι ένα θεμελιώδες υλικό στην κατασκευή.)

  2. Necesitamos comprar hormigo para el nuevo edificio.
    (Πρέπει να αγοράσουμε τσιμέντο για το νέο κτίριο.)

  3. El hormigo seco puede ser muy resistente.
    (Το ξηρό τσιμέντο μπορεί να είναι πολύ ανθεκτικό.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "hormigo" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρει θέση σε εκφράσεις σχετικές με κατασκευές ή δομικές διαδικασίες. Ορισμένες φράσεις με συνδυασμούς που περιλαμβάνουν την έννοια του τσιμέντου είναι:

  1. Echar hormigo
    (Ρίχνω τσιμέντο)
  2. Se necesita echar hormigo para la base de la casa.
    (Πρέπει να ρίξουμε τσιμέντο για τη βάση του σπιτιού.)

  3. Mezcla de hormigo
    (Μίγμα τσιμέντου)

  4. La mezcla de hormigo es esencial para la resistencia de la infraestructura.
    (Το μίγμα τσιμέντου είναι απαραίτητο για την αντοχή της υποδομής.)

  5. Pared de hormigo
    (Τοίχος από τσιμέντο)

  6. Las paredes de hormigo son muy duraderas.
    (Οι τοίχοι από τσιμέντο είναι πολύ ανθεκτικοί.)

Ετυμολογία

Η λέξη "hormigo" προέρχεται από τη λατινική λέξη "firmicum", που σημαίνει σκληρός ή γερός. Στη σύγχρονη χρήση, η λέξη αναφέρεται συγκεκριμένα στο δομικό υλικό τσιμέντο.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- Cemento (τσιμέντο) - Mortero (κονίαμα)

Αντώνυμα:
- Débil (αδύναμος) - Flácido (χαλαρός)



23-07-2024