Η λέξη "hormigueo" είναι ουσιαστικό.
/hormiˈɣeo/
Η λέξη "hormigueo" αναφέρεται σε μια αίσθηση μουδιάσματος ή τσούξίματος που μπορεί να προκληθεί σε διάφορα μέρη του σώματος. Αυτό το σύμπτωμα μπορεί συχνά να σχετίζεται με κακή κυκλοφορία του αίματος, πίεση σε νεύρα ή άλλες ιατρικές καταστάσεις. Στην ισπανική γλώσσα, η χρήση της είναι σχετικά κοινή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ειδικά όταν αναφερόμαστε σε σωματικά συμπτώματα.
Μετά από μακρά καθιστική θέση, νιώθω ένα μουδιάσμα στα πόδια.
El hormigueo en los dedos puede ser un signo de problemas circulatorios.
Η λέξη "hormigueo" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιγραφές του αίσθηματος ή των συμπτωμάτων.
Νιώθω μια αίσθηση τσούξιμου από συγκίνηση πριν βγω στη σκηνή.
El hormigueo que sentí en el brazo despertó mi preocupación.
Η λέξη "hormigueo" προέρχεται από το ουσιαστικό "hormiga" που σημαίνει "μυρμήγκι" στην ισπανική γλώσσα, λόγω της ομοιότητας της αίσθησης με το τσίμπημα που μπορεί να νιώσεις όταν ένα μυρμήγκι σε δαγκώνει.
Συνώνυμα: - Entumecimiento - Sensación de hormigueo
Αντώνυμα: - Sensación normal - Bienestar
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "hormigueo" στην ισπανική γλώσσα και πώς χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα.