Το "hornear" είναι ρήμα.
/hornˈe.aɾ/
Η λέξη "hornear" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία του ψησίματος τροφίμων σε φούρνο. Είναι μια κοινά χρησιμοποιούμενη λέξη στη μαγειρική, ιδιαίτερα σε συνταγές που περιλαμβάνουν ψήσιμο ψωμιού, γλυκών, και άλλων πιάτων στον φούρνο. Χρησιμοποιείται σε τεχνικό και καθημερινό λόγο, με μεγαλύτερη συχνότητα σε γραπτές συνταγές παρά στον προφορικό λόγο.
Voy a hornear un pastel para la fiesta.
(Θα ψήσω ένα κέικ για το πάρτι.)
Es importante hornear el pan a la temperatura adecuada.
(Είναι σημαντικό να ψήνεις το ψωμί στη σωστή θερμοκρασία.)
Ella aprendió a hornear galletas desde pequeña.
(Έμαθε να φτιάχνει μπισκότα από μικρή.)
Η λέξη "hornear" μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις σχετικές με τη μαγειρική και το ψήσιμο.
"Hornear a fuego lento"
(Ψήνω σε χαμηλή φωτιά) - αναφέρεται σε μια μέθοδο ψησίματος για έναν πιο ήπιο και σταδιακό αποτέλεσμα.
"Hornear en su punto"
(Ψήνω στο σωστό σημείο) - χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι έχει ψηθεί τέλεια.
"Aprender a hornear"
(Μαθαίνω να ψήνω) - φράση που αναφέρεται στη διαδικασία εκμάθησης του ψησίματος.
"No hay nada como hornear en casa"
(Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από το να ψήνεις στο σπίτι) - έκφραση που τονίζει τη χαρά του σπιτικού ψησίματος.
Η λέξη "hornear" προέρχεται από το λατινικό "fornare", το οποίο σημαίνει "να ψήνεις" και σχετίζεται με "fornax" (φούρνος).
Συνώνυμα: - Cocer (μαγειρεύω) - Asar (ψήνω)
Αντώνυμα: - Descomponer (χαλάω) - Enfriar (κρυώνω, αλλά και στο πλαίσιο της θερμοκρασίας αντί του ψησίματος)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη "hornear" και τη χρησιμότητά της στον ισπανικό γλώσσα.