Η λέξη "horno" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή της λέξης "horno": [ˈoɾ.no]
Η λέξη "horno" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να αναφέρεται σε μία συσκευή που χρησιμοποιείται για ψήσιμο, θέρμανση ή άλλα είδη μαγειρικής. Συνήθως αναφέρεται στον οικιακό φούρνο που χρησιμοποιείται για την παρασκευή φαγητού. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενος όρος σε προφορικό και γραπτό λόγο, με μια ελαφριά προτίμηση στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε συνταγές και οδηγίες μαγειρικής.
"Θα βάλω την πίτσα στον φούρνο."
"El horno está precalentado a 180 grados."
"Ο φούρνος είναι προθερμασμένος στους 180 βαθμούς."
"Necesitamos un horno nuevo para la panadería."
Η λέξη "horno" εμφανίζεται και σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις που προσδίδουν ιδιαίτερο νόημα.
Σημαίνει ότι αν υπάρχει κάποιο πρόβλημα ή ερώτημα, συνήθως υπάρχει και μια πηγή ή αιτία πίσω από αυτό.
"Hacer algo en el horno."
Σημαίνει ότι κάτι είναι υπό διαδικασία, αλλά ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί.
"Estar en el horno."
Η λέξη "horno" προέρχεται από το λατινικό "fornus", που επίσης σημαίνει φούρνος ή κλίβανος.
Συνώνυμα: - horno eléctrico (ηλεκτρικός φούρνος) - estufa (καυστήρας, εστία)
Αντώνυμα: - frío (κρύο) - helado (παγωμένο)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "horno" στη γλώσσα Ισπανικά, περιλαμβάνοντας σημασία, χρήση, και ιδιωματικές εκφράσεις.