Η λέξη "horquilla" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/hɔɾˈkij.a/
Η λέξη "horquilla" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει διάφορες έννοιες, κυρίως συνδεδεμένες με αντικείμενα ή μέρη που διακλαδώνονται. Στον τομέα της γενικής χρήσης αναφέρεται συχνά σε θεματικές όπως η βοσκή και η μηχανική. Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιείται για να περιγράψει ειδικές δομές ή οχήματα στην ιατρική, και την ναυτική ή στρατιωτική τεχνολογία.
Στη γλώσσα "horquilla" δεν είναι τόσο συχνή σε προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο.
Η σχάρα της πόρτας ήταν σπασμένη.
Necesito una horquilla para sujetar mi cabello.
Η λέξη "horquilla" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιείται σε ορισμένες φράσεις:
Να βρίσκεσαι σε ένα εύρος τιμών.
Tomar una decisión en la horquilla correcta.
Να πάρεις μια απόφαση στο σωστό εύρος.
Buscar una horquilla en el tráfico.
Να ψάχνεις για μια λύση στην κυκλοφορία.
Colocar la horquilla en la dirección correcta.
Η λέξη "horquilla" προέρχεται από το λατινικό "furca", που σημαίνει "πιρούνι" ή "κλαδί".
Συνώνυμα: - pinza (τσιμπιδάκι) - tenedor (πιρούνι)
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα για τη λέξη, αλλά μπορεί να θεωρηθεί "ίσια γραμμή" σε αντίθεση με τις κλαδώσεις που περιγράφει η "horquilla".