Рρήμα
/ospedaɾse/
Η λέξη "hospedarse" σημαίνει την πράξη του να διαμένει κάποιος σε ένα μέρος, συνήθως σε κάποιο ξενοδοχείο ή άλλο κατάλυμα, για μια συγκεκριμένη διάρκεια. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα των ταξιδιών και των τουριστικών δραστηριοτήτων. Η χρήση της είναι σχετικά συχνή, κυρίως στον προφορικό λόγο, όταν αναφερόμαστε σε ξενοδοχεία ή διαμονές σε κάποιες περιοχές.
"Nos hospedamos en un hotel cerca de la playa."
"Διαμείναμε σε ένα ξενοδοχείο κοντά στην παραλία."
"Ella decidió hospedarse en casa de su amiga durante las vacaciones."
"Αυτή αποφάσισε να μείνει στο σπίτι της φίλης της κατά τις διακοπές."
"Es importante reservar antes de hospedarse en un lugar turístico."
"Είναι σημαντικό να κάνετε κράτηση πριν διαμείνετε σε έναν τουριστικό προορισμό."
Δεν υπάρχουν πολλές κοινές ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "hospedarse", αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες συγκεκριμένες φράσεις που σχετίζονται με την φιλοξενία και τη διαμονή. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
"Hospedarse en la casa de alguien"
"Φιλοξενούμαι στο σπίτι κάποιου."
"Hospedarse a buen precio"
"Διαμένω σε καλή τιμή."
"Hospedarse por trabajo"
"Διαμένω λόγω δουλειάς."
"Esperamos hospedarnos en un lugar cómodo."
"Ελπίζουμε να διαμείνουμε σε ένα άνετο μέρος."
"Vamos a hospedarnos aquí una semana."
"Θα μείνουμε εδώ μια εβδομάδα."
Η λέξη "hospedarse" προέρχεται από το ουσιαστικό "hospedaje," που σημαίνει φιλοξενία ή διαμονή, το οποίο συνδέεται με το λατινικό "hospitare," που σημαίνει καλωσορίζω ή φιλοξενώ.
Συνώνυμα: - Alojarse - Quedarse - Residenciarse
Αντώνυμα: - Abandonar (να εγκαταλείψω) - Desalojar (να εκδιώξω)
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια συνολική εικόνα για την ισπανική λέξη "hospedarse," συμπεριλαμβανομένης της σημασίας της, των χρήσεών της και των σχετικών εκφράσεων.