Ουσιαστικό
/hos.pi.'tal/
Η λέξη "hospital" αναφέρεται σε μια ιατρική εγκατάσταση όπου παρέχονται υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης. Στα νοσοκομεία, οι ασθενείς λαμβάνουν διαγνωστικές, θεραπευτικές και προληπτικές υπηρεσίες. Η χρήση της λέξης είναι κοινή και στον προφορικό και στο γραπτό λόγο, αν και η γραπτή χρήση μπορεί να υπερέχει σε επίσημα και ιατρικά κείμενα.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι πολύ υψηλή, καθώς τα νοσοκομεία αποτελούν βασικό κομμάτι της ιατρικής φροντίδας.
Το νοσοκομείο είναι γεμάτο από ασθενείς.
Voy a llevar a mi madre al hospital.
Θα πάω τη μητέρα μου στο νοσοκομείο.
El hospital ofrece atención médica de calidad.
Η λέξη "hospital" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Να βρίσκεται στο νοσοκομείο σημαίνει ότι κάποιος λαμβάνει ιατρική φροντίδα.
Sacar a alguien del hospital
Να βγάλεις κάποιον από το νοσοκομείο σημαίνει να φέρεις κάποιον σπίτι μετά τη θεραπεία.
La sala de hospitalización
Η κλινική του νοσοκομείου αναφέρεται στη ζώνη του νοσοκομείου όπου παραμένουν οι εισαγόμενοι ασθενείς.
Hospitalizar a alguien
Να νοσηλευτεί κάποιος σημαίνει να εισαχθεί κάποιος στο νοσοκομείο για θεραπεία.
Ir al hospital de urgencias
Η λέξη "hospital" προέρχεται από το λατινικό "hospitale", που σημαίνει "τόπος φιλοξενίας", και σχετίζεται με την παροχή καταλύματος και φροντίδας στους ταξιδιώτες και στους ασθενείς.
Συνώνυμα: - clínica (κλινική) - sanatorio (σανατόριο)
Αντώνυμα: - casa (σπίτι) - calle (οδός)
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια ολοκληρωμένη εικόνα σχετικά με τη λέξη "hospital" στην ισπανική γλώσσα.