hospital - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

hospital (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Φωνητική μεταγραφή

/hos.pi.'tal/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "hospital" αναφέρεται σε μια ιατρική εγκατάσταση όπου παρέχονται υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης. Στα νοσοκομεία, οι ασθενείς λαμβάνουν διαγνωστικές, θεραπευτικές και προληπτικές υπηρεσίες. Η χρήση της λέξης είναι κοινή και στον προφορικό και στο γραπτό λόγο, αν και η γραπτή χρήση μπορεί να υπερέχει σε επίσημα και ιατρικά κείμενα.

Χρηστικότητα

Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι πολύ υψηλή, καθώς τα νοσοκομεία αποτελούν βασικό κομμάτι της ιατρικής φροντίδας.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El hospital está lleno de pacientes.
  2. Το νοσοκομείο είναι γεμάτο από ασθενείς.

  3. Voy a llevar a mi madre al hospital.

  4. Θα πάω τη μητέρα μου στο νοσοκομείο.

  5. El hospital ofrece atención médica de calidad.

  6. Το νοσοκομείο προσφέρει ποιοτική ιατρική φροντίδα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "hospital" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:

  1. Estar en el hospital
  2. Significa que alguien está recibiendo tratamiento médico.
  3. Να βρίσκεται στο νοσοκομείο σημαίνει ότι κάποιος λαμβάνει ιατρική φροντίδα.

  4. Sacar a alguien del hospital

  5. Implica llevar a una persona a casa después de su tratamiento.
  6. Να βγάλεις κάποιον από το νοσοκομείο σημαίνει να φέρεις κάποιον σπίτι μετά τη θεραπεία.

  7. La sala de hospitalización

  8. Se refiere a la zona del hospital donde permanecen los pacientes internados.
  9. Η κλινική του νοσοκομείου αναφέρεται στη ζώνη του νοσοκομείου όπου παραμένουν οι εισαγόμενοι ασθενείς.

  10. Hospitalizar a alguien

  11. Significa internar a una persona en el hospital para tratamiento.
  12. Να νοσηλευτεί κάποιος σημαίνει να εισαχθεί κάποιος στο νοσοκομείο για θεραπεία.

  13. Ir al hospital de urgencias

  14. Se refiere a ir al hospital para recibir atención médica inmediata.
  15. Να πάει κάποιος στο νοσοκομείο επειγόντως αναφέρεται στο να πάει κάποιος στο νοσοκομείο για να λάβει άμεση ιατρική βοήθεια.

Ετυμολογία

Η λέξη "hospital" προέρχεται από το λατινικό "hospitale", που σημαίνει "τόπος φιλοξενίας", και σχετίζεται με την παροχή καταλύματος και φροντίδας στους ταξιδιώτες και στους ασθενείς.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - clínica (κλινική) - sanatorio (σανατόριο)

Αντώνυμα: - casa (σπίτι) - calle (οδός)

Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια ολοκληρωμένη εικόνα σχετικά με τη λέξη "hospital" στην ισπανική γλώσσα.



22-07-2024