Η λέξη "hospitalidad" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/hos.pi.tal.iˈðað/
Η λέξη "hospitalidad" αναφέρεται κυρίως στη φιλοξενία και την υποδοχή που προσφέρεται σε φιλοξενούμενους ή επισκέπτες. Χρησιμοποιείται συχνά σε αναφορές σχετικά με τη βιομηχανία του τουρισμού, τη φιλοξενία, αλλά και σε προσωπικά πλαίσια για να περιγράψει την ευγένεια και τη θέρμη με την οποία κάποιος υποδέχεται άλλους. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με πιθανή μεγαλύτερη συχνότητα στον προφορικό λόγω των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων.
Η λέξη "hospitalidad" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
Να δώσεις υποδοχή με φιλοξενία.
La hospitalidad es la clave de una buena convivencia.
Η φιλοξενία είναι το κλειδί για μια καλή συμβίωση.
Disfrutar de la hospitalidad local es parte del viaje.
Να απολαμβάνεις τη τοπική φιλοξενία είναι μέρος του ταξιδιού.
Su hospitalidad hizo que nos sintiéramos como en casa.
Η φιλοξενία του μας έκανε να αισθανθούμε σαν στο σπίτι μας.
En este hotel, la hospitalidad es una prioridad.
Η λέξη "hospitalidad" προέρχεται από το λατινικό "hospitalitas", το οποίο συνδέεται με το "hospes, hospitis", που σημαίνει "φιλοξενούμενος" ή "επισκέπτης".
Συνώνυμα: - acogida (υποδοχή) - atención (προσοχή, φροντίδα)
Αντώνυμα: - desprecio (αποδοκιμασία) - exclusión (έξοδος, αποκλεισμός)