Η λέξη "hostigamiento" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /os.ti.ɡaˈmjen.to/
Η λέξη "hostigamiento" αναφέρεται σε πράξεις παρενόχλησης, ενοχλητικής συμπεριφοράς ή αυξανόμενης πίεσης εναντίον ενός ατόμου. Χρησιμοποιείται σε διάφορες καταστάσεις, περιλαμβάνοντας νομικές πτυχές, όπως σε υποθέσεις εκφοβισμού ή σεξουαλικής παρενόχλησης.
Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, κυρίως σε νομικά και κοινωνικά συμφραζόμενα. Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό κείμενο, ειδικά σε νομικές ή ενημερωτικές αναφορές.
Η παρενόχληση στον χώρο εργασίας είναι σοβαρό πρόβλημα.
La ley protege a las víctimas de hostigamiento.
Ο νόμος προστατεύει τα θύματα παρενόχλησης.
Denunciar el hostigamiento es un paso importante para la recuperación.
Η λέξη "hostigamiento" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις που αποτυπώνουν καταστάσεις παρενόχλησης ή ενοχλητικής συμπεριφοράς. Ορισμένα παραδείγματα περιλαμβάνουν:
Η ψυχολογική παρενόχληση μπορεί να είναι καταστροφική.
El hostigamiento persistente de un acosador es inaceptable.
Η επίμονη παρενόχληση ενός θύτη είναι απαράδεκτη.
La denuncia del hostigamiento en redes sociales ha aumentado.
Η καταγγελία της παρενόχλησης στα κοινωνικά δίκτυα έχει αυξηθεί.
El hostigamiento escolar puede tener graves consecuencias.
Η σχολική παρενόχληση μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες.
Las autoridades deben tomar medidas contra el hostigamiento.
Η λέξη "hostigamiento" προέρχεται από το ρήμα "hostigar", το οποίο έχει τις ρίζες του στο λατινικό "vexare", που σημαίνει "να ενοχλεί" ή "να δοκιμάσει". Η μορφή "-miento" δηλώνει την ενέργεια ή την πράξη.
Συνώνυμα: - Acoso (παρενόχληση) - Persecución (καταδίωξη) - Enojo (ενόχληση)
Αντώνυμα: - Protección (προστασία) - Apoyo (στήριξη) - Ayuda (βοήθεια)