"Hoyuelo" είναι ένα ουσιαστικό στα Ισπανικά.
Η φωνητική μεταγραφή του "hoyuelo" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /o̞jˈwe.lo/
Η λέξη "hoyuelo" αναφέρεται κυρίως σε μια μικρή αύλακα ή βούλα στο δέρμα, συχνά θεωρείται ελκυστική. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται τόσο σε γραπτό όσο και σε προφορικό λόγο, συνήθως σε πλαίσια όπου συζητούνται χαρακτηριστικά του προσώπου ή του σώματος. Έχει μέτρια συχνότητα χρήσης και μπορεί να προτιμάται περισσότερο στην προφορική επικοινωνία.
Παραδείγματα:
- "Ella tiene un hoyuelo en la mejilla."
(Έχει ένα χαμπάρι στο μάγουλο.)
Η λέξη "hoyuelo" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι ιδιαίτερα κοινές. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
"Con ese hoyuelo, siempre me haces querer sonreír."
(Με αυτό το χαμπάρι, πάντα με κάνεις να θέλω να χαμογελάσω.)
"El hoyuelo en su cara resalta su belleza."
(Το χαμπάρι στο πρόσωπό του αναδεικνύει την ομορφιά του.)
"A muchas personas les gusta el hoyuelo porque da un toque especial."
(Πολλοί άνθρωποι αρέσκονται στο χαμπάρι επειδή δίνει μια ιδιαίτερη νότα.)
Η λέξη "hoyuelo" προέρχεται από το προθετικό "hoyo," που σημαίνει "αύλακα" ή "τρύπα," με την προσθήκη του παρα diminutive -uelo, που υποδηλώνει μικρότητα ή οικειότητα.
Συνώνυμα: - Hoyo (αύλακα) - Bache (θυρίδα)
Αντώνυμα: - Llano (επίπεδο) - Superficie lisa (λεια επιφάνεια)