Η λέξη "hueco" είναι επίθετο και ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /ˈweko/
Η λέξη "hueco" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι κενό ή υγρό, μερικές φορές αναφέρεται και σε άδειες ή κενές περιοχές. Κατά κανόνα, χρησιμοποιείται σε περιγραφικό και γεωγραφικό πλαίσιο. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό και προφορικό λόγο, αν και οι περιγραφές και η χρήση της σε στενά πλαίσια είναι μάλλον γραπτές.
El árbol tiene un hueco en su tronco.
Ο δέντρο έχει ένα κενό στον κορμό του.
Encontré un hueco en la pared.
Βρήκα ένα κενό στον τοίχο.
Η λέξη "hueco" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές φράσεις και εκφράσεις στα Ισπανικά:
Dejar un hueco - να αφήσεις ένα κενό
Εxpresando la importancia de no llenar todos los espacios con cosas innecesarias.
Δηλώνοντας τη σημασία να μην γεμίζουμε όλα τα κενά με περιττά πράγματα.
Hacer hueco - να κάνεις χώρο
No dudes en hacer hueco para nuevas oportunidades.
Μην διστάσεις να κάνεις χώρο για νέες ευκαιρίες.
En un hueco de tiempo - σε ένα κενό χρόνο
Podemos conversar en un hueco de tiempo libre.
Μπορούμε να μιλήσουμε σε ένα κενό ελεύθερο χρόνο.
Hueco en la agenda - κενό στην ατζέντα
Necesitamos encontrar un hueco en la agenda para la reunión.
Χρειαζόμαστε να βρούμε ένα κενό στην ατζέντα για τη συνάντηση.
No dejar huecos - να μην αφήνεις κενά
Es importante no dejar huecos en el aprendizaje.
Είναι σημαντικό να μην αφήνουμε κενά στην εκπαίδευση.
Η λέξη "hueco" προέρχεται από το λατινικό "vacuum", που σημαίνει "κενό" ή "άδειο". Αυτή η ετυμολογία εκφράζει την έννοια του κενού ή της έλλειψης περιεχομένου.
Συνώνυμα: - vacío (άδειο) - cavidad (κοιλότητα)
Αντώνυμα: - lleno (γεμάτο) - completo (ολοκληρωμένο)