hueco - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

hueco (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "hueco" είναι επίθετο και ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /ˈweko/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "hueco" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι κενό ή υγρό, μερικές φορές αναφέρεται και σε άδειες ή κενές περιοχές. Κατά κανόνα, χρησιμοποιείται σε περιγραφικό και γεωγραφικό πλαίσιο. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό και προφορικό λόγο, αν και οι περιγραφές και η χρήση της σε στενά πλαίσια είναι μάλλον γραπτές.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El árbol tiene un hueco en su tronco.
    Ο δέντρο έχει ένα κενό στον κορμό του.

  2. Encontré un hueco en la pared.
    Βρήκα ένα κενό στον τοίχο.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "hueco" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές φράσεις και εκφράσεις στα Ισπανικά:

  1. Dejar un hueco - να αφήσεις ένα κενό
    Εxpresando la importancia de no llenar todos los espacios con cosas innecesarias.
    Δηλώνοντας τη σημασία να μην γεμίζουμε όλα τα κενά με περιττά πράγματα.

  2. Hacer hueco - να κάνεις χώρο
    No dudes en hacer hueco para nuevas oportunidades.
    Μην διστάσεις να κάνεις χώρο για νέες ευκαιρίες.

  3. En un hueco de tiempo - σε ένα κενό χρόνο
    Podemos conversar en un hueco de tiempo libre.
    Μπορούμε να μιλήσουμε σε ένα κενό ελεύθερο χρόνο.

  4. Hueco en la agenda - κενό στην ατζέντα
    Necesitamos encontrar un hueco en la agenda para la reunión.
    Χρειαζόμαστε να βρούμε ένα κενό στην ατζέντα για τη συνάντηση.

  5. No dejar huecos - να μην αφήνεις κενά
    Es importante no dejar huecos en el aprendizaje.
    Είναι σημαντικό να μην αφήνουμε κενά στην εκπαίδευση.

Ετυμολογία

Η λέξη "hueco" προέρχεται από το λατινικό "vacuum", που σημαίνει "κενό" ή "άδειο". Αυτή η ετυμολογία εκφράζει την έννοια του κενού ή της έλλειψης περιεχομένου.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - vacío (άδειο) - cavidad (κοιλότητα)

Αντώνυμα: - lleno (γεμάτο) - completo (ολοκληρωμένο)



22-07-2024