Η λέξη "huelga" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "huelga" είναι /ˈwel.ɡa/.
Η "huelga" αναφέρεται στη διακοπή της εργασίας από τους εργαζόμενους, συνήθως για να απαιτήσουν καλύτερες συνθήκες εργασίας ή να διαμαρτυρηθούν για αδικίες. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα των εργατικών συνδικάτων και στο πλαίσιο του δικαίου των εργασιακών σχέσεων. Η συχνότητά της είναι αρκετά υψηλή, κυρίως σε γραπτά κείμενα που αφορούν κοινωνικά θέματα ή εργατικά δικαιώματα.
Los trabajadores declararon una huelga para exigir mejores condiciones laborales.
(Οι εργαζόμενοι κήρυξαν απεργία για να απαιτήσουν καλύτερες συνθήκες εργασίας.)
La huelga afectó el transporte público en toda la ciudad.
(Η απεργία επηρέασε τις δημόσιες συγκοινωνίες σε όλη την πόλη.)
Durante la huelga, muchas personas se unieron a las manifestaciones.
(Κατά τη διάρκεια της απεργίας, πολλές άνθρωποι συμμετείχαν στις διαδηλώσεις.)
Η λέξη "huelga" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις που σχετίζονται με την εργασία και τη διαμαρτυρία.
El activista realizó una huelga de hambre para protestar contra la injusticia.
(Ο ακτιβιστής πραγματοποίησε απεργία πείνας για να διαμαρτυρηθεί κατά της αδικίας.)
"Huelga general"
(Γενική απεργία)
Se convocó una huelga general en toda la nación.
(Κλήθηκε γενική απεργία σε όλη τη χώρα.)
"Huelga indefinida"
(Απεργία χωρίς καθορισμένη λήξη)
Los trabajadores decidirán si continúan la huelga indefinida.
(Οι εργαζόμενοι θα αποφασίσουν αν θα συνεχίσουν την απεργία χωρίς καθορισμένη λήξη.)
"Huelga laboral"
(Εργασιακή απεργία)
Η λέξη "huelga" προέρχεται από την αρχαία ισπανική "huelga", η οποία έχει ρίζες στο λατινικό "suspendere", που σημαίνει "να αναστείλει" ή "να σταματήσει".