Το "huesudo" είναι επίθετο.
/hweˈsu.ðo/
Η λέξη "huesudo" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει κάτι που είναι "χυδαίο" ή "αηδιαστικό". Συχνά χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις που αναφέρονται σε πληροφορίες ή καταστάσεις που προκαλούν αποτροπιασμό ή είναι απαίσιες. Η χρήση της είναι πιο κοινή στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να συναντηθεί και στο γραπτό πλαίσιο.
Το ψάρι που αγόρασα ήταν χυδαίο.
No me gusta este lugar porque huele a huesudo.
Η λέξη "huesudo" δεν έχει πολλές ιδαίτερες ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορούμε να τη συνδυάσουμε με άλλες λέξεις για να δημιουργήσουμε πιο περίπλοκους σχηματισμούς.
Με μια χυδαία στάση, βγήκε από το σπίτι.
Ese comentario fue muy huesudo y fuera de lugar.
Αυτό το σχόλιο ήταν πολύ χυδαίο και εκτός τόπου.
Su forma de hablar es huesuda y grosera.
Η λέξη "huesudo" προέρχεται από το "hueso", που σημαίνει "οστό", και συνδέεται με την ιδέα του να έχει κάτι που είναι "άδειο" ή "κενό", που έχει οδηγήσει στην έννοια του να είναι "υπερβολικά απλό".
Συνώνυμα: - Aterrador - Desagradable - Abominable
Αντώνυμα: - Atractivo - Agraciado - Encantador