Η λέξη "huevo" είναι ουσιαστικό.
[hweβo]
Η λέξη "huevo" αναφέρεται στο αυγό, συνήθως του κοτόπουλου, και χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα Ισπανικά. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή και εντοπίζεται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, δεδομένου ότι τα αυγά είναι μια κοινή τροφή και πολλές συνταγές, ιδέες μαγειρικής και κουλτούρες σχετίζονται με αυτά.
Me gusta comer un huevo frito en el desayuno.
Μου αρέσει να τρώω τηγανητό αυγό στο πρωινό.
El huevo es un ingrediente esencial en muchas recetas.
Το αυγό είναι ένα βασικό συστατικό σε πολλές συνταγές.
Η λέξη "huevo" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωτικές εκφράσεις στα Ισπανικά.
No hay huevo sin quebrar.
Δεν υπάρχει αυγό χωρίς να σπάσει. (Δηλαδή, πρέπει να κάνεις θυσίες για να πετύχεις.)
Eres un hueva.
Είσαι τεμπέλης. (Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι ανενεργός ή αδιάφορος.)
Poner los huevos en la misma canasta.
Να βάλεις τα αυγά στην ίδια καλάθι. (Σημαίνει να ρισκάρεις τα πάντα σε μία μόνο επιλογή.)
Hacer un huevo duro.
Να κάνεις ένα σφιχτό αυγό. (Σημαίνει να επιτύχεις έναν στόχο με πειθαρχία.)
Estar como un huevo en bajo.
Να είσαι σαν ένα αυγό κάτω. (Σημαίνει να είσαι σε δύσκολη ή αβέβαιη κατάσταση.)
Η λέξη "huevo" προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη "ὡόν" (hōon), που αναφέρεται επίσης στο αυγό και πέρασε από το Λατινικά "ovum".
Αυτές οι πληροφορίες υπογραμμίζουν τη σημασία και την αποτελεσματικότητα της λέξης "huevo" στη γλώσσα Ισπανικά.