Το "humanitario" είναι ένα επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /umanitaɾjo/
Η λέξη "humanitario" χρησιμοποιείται για να περιγράψει οτιδήποτε σχετίζεται με την ανθρωπιά, την καλοσύνη και την υποστήριξη προς τους άλλους, ιδίως σε περιπτώσεις κρίσεων ή ανάγκης. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ειδικά σε πλαίσια που αφορούν ανθρωπιστικές οργανώσεις, βοήθεια σε καταστροφές, και δικαιώματα ανθρώπων.
La organización humanitaria ayuda a los refugiados.
(Η ανθρωπιστική οργάνωση βοηθά τους πρόσφυγες.)
El trabajo humanitario es fundamental en tiempos de crisis.
(Η ανθρωπιστική εργασία είναι θεμελιώδης σε περιόδους κρίσης.)
Muchos voluntarios se dedican al servicio humanitario.
(Πολλοί εθελοντές αφιερώνονται στην ανθρωπιστική υπηρεσία.)
Το "humanitario" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις και είναι σχετικό με την ανθρωπιστική δράση και την ηθική ευθύνη για την υποστήριξη των συνανθρώπων.
La intervención humanitaria fue necesaria tras el desastre natural.
(Η ανθρωπιστική παρέμβαση ήταν απαραίτητη μετά την φυσική καταστροφή.)
Crisis humanitaria
(Ανθρωπιστική κρίση)
Estamos enfrentando una crisis humanitaria debido a la guerra.
(Αντιμετωπίζουμε μια ανθρωπιστική κρίση λόγω του πολέμου.)
Derechos humanos
(Δικαιώματα ανθρώπων)
La defensa de los derechos humanos es una prioridad en el trabajo humanitario.
(Η υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι προτεραιότητα στην ανθρωπιστική εργασία.)
Ayuda humanitaria
(Ανθρωπιστική βοήθεια)
Η λέξη "humanitario" προέρχεται από το λατινικό "humanitas", που σημαίνει "ανθρωπιά" ή "ανθρώπινη φύση".
Συνώνυμα: - altruista (αλληλέγγυος) - compasivo (συνοδοιπόρος)
Αντώνυμα: - inhumano (ανάνθρωπος) - cruel (σκληρός)