Το "humedecer" είναι ρήμα.
/humeðeˈθeɾ/
Η λέξη "humedecer" στα Ισπανικά σημαίνει να κάνεις κάτι υγρό ή να προσθέσεις υγρασία σε κάτι. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, από την καθημερινή ζωή μέχρι τη βιομηχανία και την επιστήμη. Η χρήση της είναι κοινή και μπορεί να συναντηθεί τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, αλλά αυξάνεται σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με τη γεωργία και την υγειονομική περίθαλψη.
Es necesario humedecer el suelo antes de plantar las semillas.
(Είναι απαραίτητο να υγραίνουμε το έδαφος πριν φυτέψουμε τους σπόρους.)
Si humedeces el pan, se mantendrá fresco por más tiempo.
(Αν βρέξεις το ψωμί, θα διατηρηθεί φρέσκο περισσότερο χρόνο.)
Η λέξη "humedecer" χρησιμοποιείται σπάνια σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρείτε κάποιες σχετικές φράσεις:
Ουσία: Αναφέρεται στην ενυδάτωση των χειλιών, μια διαδικασία που είναι κοινή όταν το περιβάλλον είναι ξηρό.
Humedecer con lágrimas.
(Υγραίνω με δάκρυα.)
Ουσία: Αναφέρεται στην έκφραση συναισθημάτων μέσω του κλάματος.
No me hagas humedecer el alma.
(Μην με κάνεις να υψώσω την ψυχή.)
Η λέξη "humedecer" προέρχεται από το λατινικό "humidicare," το οποίο προέρχεται από τη λέξη "humidus," που σημαίνει υγρός. Τα μορφολογικά στοιχεία της λέξης σχετίζονται με την έννοια της προσθήκης υγρασίας ή υδροποίησης.
Empapar (μουσκεύω)
Αντώνυμα: