Μέρος του λόγου: Επίθετο
Φωνητική μεταγραφή: /ˈhjuːmərəl/
Χρήση στα Ισπανικά: Η λέξη "humeral" στα Ισπανικά είναι "húmero". Χρησιμοποιείται στον τομέα της Ιατρικής και της Ανατομίας και αναφέρεται στα σχετικά με τον Ύμερος, το οποίο είναι το κομμάτι του πάνω άκρου που συνδέει τον ώμο με τον αγκώνα.
Παραδειγματικές προτάσεις: 1. Le rompió el húmero al caerse. (Σας σπάει τον ώμο που πέφτετε.) 2. Necesita una cirugía de reparación humeral. (Χρειάζεται χειρουργική επέμβαση αντικατάστασης ώμου.)
Ετυμολογία: Η λέξη προέρχεται από το Λατινικό "humerus", που σημαίνει "ώμος".
Συνώνυμα και Αντώνυμα: - Συνώνυμα: δεν υπάρχουν - Αντώνυμα: δεν υπάρχουν