Η λέξη "húmero" είναι ουσιαστικό.
/hyˈmeɾo/
Η λέξη "húmero" αναφέρεται στο οστό του βραχίονα που εκτείνεται από τον αγκώνα στον ώμο στον ανθρώπινο σκελετό. Είναι ένα σημαντικό οστό που παίζει ρόλο στην κίνηση του χεριού και στη σύνθεση των αρθρώσεων.
Στη γλώσσα Ισπανικά, χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά, ανατομικά, και εκπαιδευτικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης είναι σχετικά σταθερή, κυρίως στον γραπτό λόγο, όπως σε ιατρικά κείμενα ή μαθησιακά εγχειρίδια.
Ο βραχίονας συνδέεται με την ωμοπλάτη στον ώμο.
Una fractura en el húmero puede causar dolor intenso.
Ένα κατάγμα στον βραχίονα μπορεί να προκαλέσει έντονο πόνο.
El cirujano reparó el húmero en la operación.
Η λέξη "húmero" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες σχετικές φράσεις που στοχεύουν στην ανατομία ή την κίνηση:
"Sacar el húmero puede ser complicado en una cirugía."
"Dolor en el húmero" (πόνος στον βραχίονα)
Η λέξη "húmero" προέρχεται από το λατινικό "humerus", που σημαίνει "βραχίονας" ή "ώμος". Συνδέεται με τη ρίζα των λεξικών όρων που σχετίζονται με τα άκρα και την ανατομία.
Συνώνυμα: - βραχίονας (general) - βραχιονίου οστό (medical)
Αντώνυμα: Δεν υπάρχουν άμεσοι αντώνυμοι για την έννοια του "húmero" καθώς σχετίζεται με ένα συγκεκριμένο ανατομικό οστό. Ωστόσο, σε έναν πιο γενικό όρο, μπορεί να θεωρηθεί ότι οποιοδήποτε οστό του κάτω άκρου (π.χ. μηρός) λειτουργεί ως αντώνυμο στην αντίθεση των άκρων.