Το "humilde" είναι επίθετο.
/humˈilde/
Η λέξη "humilde" χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα ή καταστάσεις που είναι ταπεινές, χωρίς υπερηφάνεια ή έπαρση. Συχνά χρησιμοποιείται σε κοινωνικούς ή ηθικούς πλαισίου, αφού υποδηλώνει ταπεινότητα και σεβασμό προς τους άλλους. Στο ιατρικό πεδίο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει μια ανάλογη στάση ή προσέγγιση στη θεραπεία ασθενών, αναδεικνύοντας την ανάγκη για σεβασμό και ταπεινοφροσύνη στην επαγγελματική πρακτική.
Η χρήση της λέξης είναι συχνή και στα προφορικά και στα γραπτά κείμενα, αν και μπορεί να παρατηρηθεί περισσότερη στον προφορικό λόγο.
Ο ταπεινός άντρας πάντα βοηθά τους άλλους.
Es importante ser humilde en la vida.
Είναι σημαντικό να είσαι ταπεινός στη ζωή.
Una persona humilde nunca se siente superior a los demás.
Η λέξη "humilde" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Παρόλο που έχει φήμη, παραμένει μια ταπεινή προσωπικότητα.
La humildad es una virtud que todos deberían cultivar.
Η ταπεινότητα είναι μια αρετή που όλοι θα έπρεπε να καλλιεργούν.
Tener una actitud humilde te abrirá más puertas en la vida.
Έχοντας μια ταπεινή στάση θα σου ανοίξει περισσότερες πόρτες στη ζωή.
Es un líder humilde que escucha a su equipo.
Είναι ένας ταπεινός ηγέτης που ακούει την ομάδα του.
Ser humilde no significa ser débil.
Η λέξη "humilde" προέρχεται από το λατινικό "humilis", που σημαίνει "ταπεινός" ή "χαμηλός". Σημασιολογικά, συνδέεται με την έννοια της επίγνωσης των ορίων και της ανεκτικότητας.
Συνώνυμα: - Modesto (ήσυχο) - Sencillo (απλό) - Discreto (διακριτικό)
Αντώνυμα: - Orgulloso (υπερήφανος) - Altanero (αλαζονικός) - Pretencioso (φιλόδοξος, πρόχειρος)