Humillante είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: [umiˈʝante]
Η λέξη humillante χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που προκαλεί ταπείνωση ή εξευτελισμό σε κάποιον. Συχνά χρησιμοποιείται σε κοινωνικούς ή προσωπικούς πλαισίου για να προσδιορίσει καταστάσεις ή ενέργειες που κάνουν κάποιον να αισθάνεται κατώτερος ή ντροπιασμένος. Η χρήση της είναι συχνή και στα δύο πλαίσια, τόσο προφορικά όσο και γραπτά.
La crítica fue humillante para él.
(Η κριτική ήταν ταπεινωτική για αυτόν.)
Ser rechazado en público es una experiencia humillante.
(Η απόρριψη δημοσίως είναι μια ταπεινωτική εμπειρία.)
El jefe le hizo un comentario humillante frente a todos.
(Ο διευθυντής του έκανε ένα ταπεινωτικό σχόλιο μπροστά σε όλους.)
Η λέξη humillante χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Todos hemos pasado momentos humillantes en nuestra vida.
(Όλοι έχουμε περάσει ταπεινωτικές στιγμές στη ζωή μας.)
Una situación humillante
(Μια ταπεινωτική κατάσταση)
La eliminación del torneo fue una situación humillante para el equipo.
(Η απομάκρυνση από το τουρνουά ήταν μια ταπεινωτική κατάσταση για την ομάδα.)
Sentir humillación
(Να νιώθεις ταπείνωση)
Sentí humillación cuando me criticaron delante de mis amigos.
(Ένιωσα ταπείνωση όταν με επέκριναν μπροστά στους φίλους μου.)
Estar en una postura humillante
(Να βρίσκεσαι σε ταπεινωτική θέση)
Estar en una postura humillante nunca es fácil.
(Να βρίσκεσαι σε ταπεινωτική θέση ποτέ δεν είναι εύκολο.)
Hacer algo humillante
(Να κάνεις κάτι ταπεινωτικό)
Η λέξη humillante προέρχεται από το ρήμα humillar, που σημαίνει "ταπεινώνω", και αυτό με τη σειρά του προέρχεται από το λατινικό humiliare, που σημαίνει "να κάνω χαμηλό" ή "να ταπεινώνω".
Συνώνυμα: - degradante - denigrante - despectivo
Αντώνυμα: - exaltante - lisonjero - enaltecedor