humillante - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

humillante (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Humillante είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: [umiˈʝante]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη humillante χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που προκαλεί ταπείνωση ή εξευτελισμό σε κάποιον. Συχνά χρησιμοποιείται σε κοινωνικούς ή προσωπικούς πλαισίου για να προσδιορίσει καταστάσεις ή ενέργειες που κάνουν κάποιον να αισθάνεται κατώτερος ή ντροπιασμένος. Η χρήση της είναι συχνή και στα δύο πλαίσια, τόσο προφορικά όσο και γραπτά.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La crítica fue humillante para él.
    (Η κριτική ήταν ταπεινωτική για αυτόν.)

  2. Ser rechazado en público es una experiencia humillante.
    (Η απόρριψη δημοσίως είναι μια ταπεινωτική εμπειρία.)

  3. El jefe le hizo un comentario humillante frente a todos.
    (Ο διευθυντής του έκανε ένα ταπεινωτικό σχόλιο μπροστά σε όλους.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη humillante χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:

  1. Pasar un momento humillante
    (Να περάσεις μια ταπεινωτική στιγμή)
  2. Todos hemos pasado momentos humillantes en nuestra vida.
    (Όλοι έχουμε περάσει ταπεινωτικές στιγμές στη ζωή μας.)

  3. Una situación humillante
    (Μια ταπεινωτική κατάσταση)

  4. La eliminación del torneo fue una situación humillante para el equipo.
    (Η απομάκρυνση από το τουρνουά ήταν μια ταπεινωτική κατάσταση για την ομάδα.)

  5. Sentir humillación
    (Να νιώθεις ταπείνωση)

  6. Sentí humillación cuando me criticaron delante de mis amigos.
    (Ένιωσα ταπείνωση όταν με επέκριναν μπροστά στους φίλους μου.)

  7. Estar en una postura humillante
    (Να βρίσκεσαι σε ταπεινωτική θέση)

  8. Estar en una postura humillante nunca es fácil.
    (Να βρίσκεσαι σε ταπεινωτική θέση ποτέ δεν είναι εύκολο.)

  9. Hacer algo humillante
    (Να κάνεις κάτι ταπεινωτικό)

  10. Hacer algo humillante para conseguir un favor no vale la pena.
    (Να κάνεις κάτι ταπεινωτικό για να αποκτήσεις μια χάρη δεν αξίζει τον κόπο.)

Ετυμολογία

Η λέξη humillante προέρχεται από το ρήμα humillar, που σημαίνει "ταπεινώνω", και αυτό με τη σειρά του προέρχεται από το λατινικό humiliare, που σημαίνει "να κάνω χαμηλό" ή "να ταπεινώνω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - degradante - denigrante - despectivo

Αντώνυμα: - exaltante - lisonjero - enaltecedor



23-07-2024