Το "humillar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "humillar" είναι /umiˈjaɾ/.
Η λέξη "humillar" σημαίνει να ταπεινώνεις ή να εξευτελίζεις κάποιον. Χρησιμοποιείται συχνά όταν αναφερόμαστε σε καταστάσεις όπου κάποιος υφίσταται μια μορφή ταπείνωσης ή υποβάθμισης. Είναι ένα ρήμα που χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή, καθώς εκφράζει πολύ συγκεκριμένα συναισθήματα και καταστάσεις.
Αυτός δεν θα έπρεπε να ταπεινώνει τους φίλους του.
La crítica hizo que se sintiera humillada.
Η κριτική τον έκανε να αισθάνεται ταπεινωμένη.
No es correcto humillar a alguien en público.
Η λέξη "humillar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες συνήθως περιλαμβάνουν καταστάσεις ή συναισθήματα που σχετίζονται με την ταπείνωση.
Δεν είναι καλό να ταπεινώνεις κανέναν, επειδή όλοι αξίζουν σεβασμό.
La manera en que habló con ella fue una forma de humillación.
Ο τρόπος που της μίλησε ήταν μια μορφή ταπείνωσης.
Humillar a otros no te hará sentir más grande.
Το να ταπεινώνεις τους άλλους δεν θα σε κάνει να νιώσεις μεγαλύτερος.
Algunas personas se sienten superiores al humillar a otros.
Ορισμένα άτομα αισθάνονται ανώτερα ταπεινώνοντας τους άλλους.
Es una triste realidad que muchos disfrutan humillar a los demás.
Η λέξη "humillar" προέρχεται από το λατινικό "humiliare," το οποίο σημαίνει "να ταπεινώνω". Το "humus" (χώμα) από το οποίο προέρχεται υποδηλώνει την έννοια της ταπείνωσης στο επίπεδο του εδάφους.