Η λέξη "humo" είναι ουσιαστικό.
/humo/
Η λέξη "humo" σημαίνει "καπνός" στα Ισπανικά. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει το αέριο που παράγεται από την καύση υλικών. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή, και συναντάται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο σε καθημερινές συζητήσεις.
El humo salía de la chimenea.
Ο καπνός έβγαινε από την καμινάδα.
No podríamos ver bien debido al humo.
Δεν μπορούσαμε να δούμε καλά λόγω του καπνού.
El fuego dejó mucho humo en el aire.
Η φωτιά άφησε πολύ καπνό στον αέρα.
Η λέξη "humo" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά.
No hay humo sin fuego.
Δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά. (Υποδηλώνει ότι αν υπάρχουν φήμες ή φασαρία, προέρχονται από κάποια αλήθεια.)
Humo y espejos.
Καπνός και καθρέφτες. (Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που φαίνεται εντυπωσιακό αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι.)
Dejar humo.
Να αφήνει καπνό. (Να προκαλεί αναστάτωση ή φασαρία που δεν έχει σημαντική βάση.)
Más humo que sustancia.
Περισσότερος καπνός από ουσία. (Δηλώνει ότι κάτι φαίνεται να είναι μεγάλο αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι σημαντικό.)
Η λέξη "humo" προέρχεται από το λατινικό "fumus", που σημαίνει καπνός. Η ρίζα αυτή αναφέρεται σε αέριες εκπομπές από την καύση υλικών.
Συνώνυμα: - neblina (ομίχλη) - vapor (ατμός)
Αντώνυμα: - claridad (διαύγεια) - luz (φως)