Η λέξη "humos" είναι ουσιαστικό στον πληθυντικό.
/ˈu.mos/
Η λέξη "humos" αναφέρεται συχνά στους καπνούς ή στους ατμούς που παράγονται από τη διαδικασία καύσης μιας ουσίας. Στη γλώσσα των επιστημών, μπορεί επίσης να αναφέρεται σε αέρια που προκαλούνται με τις χημικές ή φυσικές διεργασίες. Επίσης, χρησιμοποιείται σε διάφορες εκφράσεις που σχετίζονται με ρυπαίνουσες ατμόσφαιρες.
Η χρήση της είναι κάπως πιο κοινή σε γραπτό κείμενο, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.
Los humos de la chimenea son visibles desde lejos.
Οι καπνοί από την καμινάδα είναι ορατοί από μακριά.
No se debe inhalar los humos tóxicos.
Δεν πρέπει να εισπνέετε τους τοξικούς καπνούς.
Los humos del incendio cubrieron el cielo.
Οι καπνοί της φωτιάς κάλυψαν τον ουρανό.
Η λέξη "humos" χρησιμοποιείται συνήθως σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν τον καπνό ή τους ατμούς:
Estar en humos.
Να είσαι σε κακή κατάσταση.
(Αυτή η έκφραση σημαίνει ότι κάποιος βρίσκεται σε δύσκολη ή προβληματική κατάσταση.)
Echar humos.
Να εκφράσεις θυμό ή δυσαρέσκεια.
(Σημαίνει ότι κάποιος είναι πολύ θυμωμένος ή αναστατωμένος.)
Crear humos.
Να προκαλέσεις αναστάτωμα ή εντάσεις.
(Σημαίνει να δημιουργήσεις μια τεταμένη ή δύσκολη ατμόσφαιρα στην οποία οι άνθρωποι να είναι ανήσυχοι.)
Humores en la atmósfera.
Κακή ατμόσφαιρα.
(Αυτή η φράση χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ένταση ή τις κακές σχέσεις σε μια συγκεκριμένη ομάδα.)
Η λέξη "humos" προέρχεται από το λατινικό "fumus", που σημαίνει "καπνός", και έχει διατηρήσει την ίδια σημασία καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου.
Συνώνυμα:
- Vapores (ατμοί)
- Humo (καπνός, ενικός)
Αντώνυμα:
- Claridad (σαφήνεια)
- Nitidez (καθαρότητα)