Το "hundimiento" είναι ουσιαστικό και σχηματίζεται από το ρήμα "hundir", το οποίο σημαίνει "βουλιάζω" ή "βυθίζω".
/undiˈmiento/
Η λέξη "hundimiento" αναφέρεται στη διαδικασία της βύθισης ή της κατάρρευσης ενός αντικειμένου ή μιας δομής. Χρησιμοποιείται αρκετά συχνά και στους τομείς της γεωγραφίας, της μηχανικής και της στρατιωτικής ορολογίας, κυρίως σε σχέση με πλοία, ιδιότητες εδάφους, ή κτίρια που καταρρέουν. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή και χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό λόγο, αλλά και σε προφορικές συζητήσεις σχετικά με τεχνικά ή στρατηγικά ζητήματα.
El hundimiento del barco fue un gran desastre.
(Η βύθιση του πλοίου ήταν μια μεγάλη καταστροφή.)
La ciudad sufrió un hundimiento debido a la inestabilidad del suelo.
(Η πόλη υπέστη μια κατάρρευση λόγω της ασταθούς σιγής του εδάφους.)
El hundimiento de la estructura provocó muchas preocupaciones en los residentes.
(Η κατάρρευση της δομής προκάλεσε πολλές ανησυχίες στους κατοίκους.)
Η λέξη "hundimiento" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή για τη δημιουργία ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις όπου χρησιμοποιείται.
"En el hundimiento de su autoestima, se olvidó de sus talentos."
(Στη βύθιση της αυτοεκτίμησής του, ξέχασε τα ταλέντα του.)
"El hundimiento de la confianza en el gobierno llevó a protestas."
(Η κατάρρευση της εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση οδήγησε σε διαμαρτυρίες.)
"Durante el hundimiento de la economía global, muchos perdieron sus empleos."
(Κατά τη διάρκεια της κατάρρευσης της παγκόσμιας οικονομίας, πολλοί έχασαν τις δουλειές τους.)
Η λέξη "hundimiento" προέρχεται από το αρχαίο ρήμα "hundir", το οποίο σημαίνει "βουλιάζω" ή "θάβω", και έχει ρίζες στην Λατινική γλώσσα.
Συνώνυμα: - Búsqueda - Colapso - Caída
Αντώνυμα: - Flotación - Ascenso - Levantamiento