Το "hundir" είναι ρήμα.
/hunˈdiɾ/
Η λέξη "hundir" σημαίνει κυρίως να βυθίζεις κάτι ή να το κάνεις να καταρρεύσει. Χρησιμοποιείται συχνά σε ποικίλες καταστάσεις, όπως η βύθιση σκαφών ή η καταστροφή κάποιου σχεδίου. Είναι μια αρκετά συχνή λέξη στον προφορικό λόγο, αλλά και στο γραπτό κείμενο, ιδιαίτερα σε στρατιωτικά και τεχνικά κείμενα.
El barco se hundió en la tormenta.
(Το πλοίο βυθίστηκε στην καταιγίδα.)
La estrategia hundió todas las esperanzas de victoria.
(Η στρατηγική κατέστρεψε όλες τις ελπίδες νίκης.)
Η λέξη "hundir" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Μερικές από αυτές περιλαμβάνουν:
Se hundió en problemas financieros.
(Βυθίστηκε σε οικονομικά προβλήματα.)
Hundirse en la tristeza
(Βυθίζομαι στη θλίψη)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι σε πολύ κακή ψυχική κατάσταση.
Después de la noticia, se hundió en la tristeza.
(Μετά την είδηση, βυθίστηκε στη θλίψη.)
Hundir la moral
(Καταστρέφω το ηθικό)
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος ή κάτι έχει αρνητική επίδραση στην ψυχολογία ή στο ηθικό μιας ομάδας.
Η λέξη "hundir" προέρχεται από το λατινικό "fundere" που σημαίνει "λιώνω" ή "βυθίζω".
Συνώνυμα: - sumergir (βυθίζω) - derribar (καταστρέφω)
Αντώνυμα: - flotar (εππλέει) - salvar (σώζω)