Η λέξη "hurto" είναι ουσιαστικό.
/hur.to/
Η λέξη "hurto" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να αναφερθεί σε μια πράξη κλοπής, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει την αφαίρεση αντικειμένων χωρίς τη συναίνεση του κατόχου τους. Στην νομική ορολογία, "hurto" αναφέρεται ειδικά σε μία μορφή κλοπής που διακρίνεται από άλλες, όπως η "robo" (κλοπή με βία). Η χρήση της λέξης είναι συνηθισμένη τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο.
Η κλοπή αγαθών από το κατάστημα αναφέρθηκε στην αστυνομία.
El hurto en el parque dejó a los niños muy asustados.
"Διέπραξε ένα κλοπή και τώρα πρέπει να αντιμετωπίσει τις συνέπειες."
"El hurto de esa joya fue un shock para la familia."
"Η κλοπή αυτού του κοσμήματος ήταν ένα σοκ για την οικογένεια."
"Nos preocupamos por el hurto en nuestro vecindario."
"Ανησυχούμε για τις κλοπές στη γειτονιά μας."
"El hurto de la bicicleta dejó a Juan sin medio de transporte."
Η λέξη "hurto" προέρχεται από το λατινικό "furtum", που σημαίνει "κλοπή".
Συνώνυμα: - robo (κλοπή με βία) - sustracción (αφαίρεση)
Αντώνυμα: - restitución (επιστροφή) - devolución (επιστροφή περιουσίας)
Αυτή είναι μια ολοκληρωμένη ανάλυση της λέξης "hurto" στην ισπανική γλώσσα.