iceberg είναι ουσιαστικό.
Σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA), η φωνητική εκφράση της λέξης είναι /ˈaɪsbɜːrɡ/.
Η λέξη iceberg αναφέρεται σε ένα μεγάλο κομμάτι πάγου που επιπλέει στη θάλασσα και είναι κυρίως ορατό στην επιφάνεια. Τα παγόβουνα αποτελούνται κυρίως από νερό που έχει παγώσει και μπορούν να προέλθουν από παγετώνες. Στη γλώσσα των Ισπανικών, το iceberg χρησιμοποιείται κυρίως στο πλαίσιο της γεωγραφίας και των φυσικών φαινομένων. Είναι πιο συχνά στο γραπτό πλαίσιο λόγω τουεπιστημονικού του χαρακτήρα.
En el océano Ártico, hay muchos icebergs flotando.
(Στον Αρκτικό Ωκεανό, υπάρχουν πολλά παγόβουνα που επιπλέουν.)
El hundimiento del Titanic fue causado por un choque con un iceberg.
(Η βύθιση του Τιτανικού προκλήθηκε από μια σύγκρουση με ένα παγόβουνο.)
Η λέξη iceberg χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά συνήθως εμφανίζεται σε μεταφορικά συμφραζόμενα που υποδηλώνουν την κρυφή ή αθέατη πλευρά ενός ζητήματος.
Hay muchas cosas debajo de la superficie, como un iceberg.
(Υπάρχουν πολλές πράγματα κάτω από την επιφάνεια, όπως ένα παγόβουνο.)
La verdad a veces es como un iceberg, solo ves una parte.
(Η αλήθεια μερικές φορές είναι όπως ένα παγόβουνο, μόνο βλέπεις ένα μέρος.)
Lo que entendemos de un problema es como un iceberg, lo superficial es solo una pequeña parte.
(Αυτό που καταλαβαίνουμε για ένα πρόβλημα είναι σαν ένα παγόβουνο, το επιφανειακό είναι μόνο ένα μικρό κομμάτι.)
Η λέξη iceberg προέρχεται από την ολλανδική γλώσσα, με το "ijs" να σημαίνει "πάγος" και "berg" να σημαίνει "βουνό". Συνδυάζονται για να σχηματίσουν τον όρο που αναφέρεται σε "βουνό πάγου".
Συνώνυμα:
- págono (παγόγελος)
Αντώνυμα:
- Νερό (agua), όταν αναφερόμαστε στη θέση ή την κατάσταση του πάγου.