Η λέξη ictericia είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης ictericia με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /ik.teˈɾi.θja/.
Η λέξη ictericia μεταφράζεται στα Ελληνικά ως ίκτερος.
Η ictericia αναφέρεται στην κατάσταση του κιτρίνισμα του δέρματος και των βλεννογόνων, η οποία προκαλείται από αυξημένα επίπεδα χολερυθρίνης στο αίμα. Χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα της ιατρικής για να περιγράψει μια σειρά καταστάσεων που σχετίζονται με ηπατικά προβλήματα ή διαταραχές του μεταβολισμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων.
Η χρησιμοποίηση της λέξης ictericia είναι συνήθως πιο συχνή στη γραπτή μορφή, όπως ιατρικές αναφορές και κλινικές σημειώσεις, αλλά και στους προφορικούς διαλόγους μεταξύ επαγγελματιών υγείας.
El paciente presenta ictericia leve.
(Ο ασθενής παρουσιάζει ήπιο ίκτερο.)
La ictericia puede ser un signo de enfermedad hepática.
(Ο ίκτερος μπορεί να είναι ένα σημάδι ηπατικής νόσου.)
Η λέξη ictericia δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρει θέση σε κλινικές περιγραφές ή σε χειρουργικά και θεραπευτικά πλαίσια.
La ictericia neonatal es común en recién nacidos.
(Ο ίκτερος των νεογνών είναι κοινός στα νεογέννητα.)
Un aumento en los niveles de bilirrubina puede conducir a ictericia.
(Η αύξηση των επιπέδων χολερυθρίνης μπορεί να οδηγήσει σε ίκτερο.)
Η λέξη ictericia προέρχεται από την ελληνική λέξη "ίκτερος", η οποία σημαίνει "κίτρινος". Αυτή η ορολογία διατηρήθηκε κατά την πορεία της προς τη σύγχρονη ιατρική γλώσσα.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης ictericia και της χρήσης της στην ιατρική γλώσσα.