Η λέξη "ida" είναι ένα ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "ida" είναι /ˈiða/.
Η λέξη "ida" αναφέρεται στη δράση ή τη διαδικασία του να πηγαίνεις κάπου, συνήθως με την έννοια της κατεύθυνσης προς έναν συγκεκριμένο προορισμό. Χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικό λόγο και γραπτό κείμενο, με αρκετή συχνότητα.
Πηγαίνω στο κατάστημα, πρέπει να κάνω μια γρήγορη μετάβαση.
La ida al cine fue divertida.
Η έξοδος για το σινεμά ήταν διασκεδαστική.
Ella planea una ida a la montaña este fin de semana.
Η λέξη "ida" χρησιμοποιείται και σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Έξοδος και επιστροφή. (Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα ταξίδι που περιλαμβάνει την επιστροφή στον αρχικό προορισμό.)
Ejemplo: Compré un billete de ida y vuelta para Madrid.
Ida de olla.
Χάνω την λογική μου ή τρελαίνομαι. (Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει χάσει την επαφή με την πραγματικότητα.)
Ejemplo: Con tanta presión, creo que me estoy yendo de olla.
En ida y vuelta.
Σε δύο κατευθύνσεις, ή στην ανταλλαγή απόψεων.
Ejemplo: La discusión fue en ida y vuelta y nadie llegó a una conclusión.
Η λέξη "ida" προέρχεται από το ρήμα "ir", που σημαίνει "να πηγαίνω" στα ισπανικά. Το "ida" είναι η μετοχή του «ir» που δηλώνει κίνηση προς έναν προορισμό.
Συνώνυμα: - salida - camino
Αντώνυμα:
- vuelta (επιστροφή)
- llegada (άφιξη)