Μέρος του λόγου: Ρήμα
Φωνητική μεταγραφή: iðealiˈθaɾ
Χρήση στην ισπανική γλώσσα: Η λέξη "idealizar" χρησιμοποιείται στα ισπανικά για να σημαίνει τη δράση του να αναδεικνύουμε ή να υπερεκτιμούμε κάτι, συνήθως με θετική φόρτιση. Χρησιμοποιείται είτε στον προφορικό λόγο είτε στο γραπτό πλαίσιο.
Παραδειγματικές προτάσεις: 1. El novelista tiende a idealizar a sus personajes principales. 2. Muchas veces tendemos a idealizar el pasado como una época mejor.
Ετυμολογία: Η λέξη "idealizar" προέρχεται από τον ισπανικό όρο "ideal" που προέρχεται από τα λατινικά "idealis".
Συνώνυμα: idealizar = idealización, idealizar = idealización
Αντώνυμα: desidealizar, realista
Ιδιωματικές εκφράσεις: 1. No idealices la situación, mantente realista. 2. Es importante no idealizar a las personas, todos tenemos nuestros defectos. 3. La juventud tiende a idealizar el amor romántico. 4. Intenta no caer en la trampa de idealizar la perfección en todo momento.